16 Ιουν 2024

 

Ιστορία του Ταβλιού

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

      


         

  Ανέκαθεν το τάβλι και τα χαρτιά ήταν από τα πιο προσφιλή παιχνίδια για να περάσει κανείς ευχάριστα και να χαλαρώσει από την πιεστική καθημερινότητα. Θυμάμαι τον παππού μου που κάθε βράδυ, έπρεπε να συναντηθεί στο καφενείο του χωριού με τους συντοπίτες του για να ρυθμίσουν τα της επόμενης ημέρας. Το αλέτρι σου, το μουλάρι σου, την ραντιστήρα σου και άλλα τέτοια σχετικά με την αγροκαλλιέργεια, καθώς κανείς δεν είχε τα πάντα.

Αν περίσσευε και χρόνος, έπαιζε και λίγο τάβλι στο καφενείο και όταν γύριζε, μας έφερνε εμένα και την αδελφή μου από ένα λουκουμάκι που του κερνούσαν αυτοί που έχαναν στο τάβλι μαζί του. Με δίδαξε κι εμένα να παίζω τάβλι και μερικές φορές, εσκεμμένα, με «άφηνε» να τον κερδίσω και να το χαρώ.

Σήμερα και οι νέοι παίζουν τάβλι – ίσως όχι και τόσο το παραδοσιακό – και χαλαρώνουν, όσοι τουλάχιστον καταφέρνουν να ξεκολλήσουν τα μούτρα τους από το κινητό τους. Μάλιστα, κάνουν και τουρνουά και μαζεύουν και κερκίδα, με τα κεράσματα να γίνονται από τους χαμένους.

Είτε είναι θέμα τεχνικής, είτε της θεάς τύχης, το τάβλι είναι ένα παιχνίδι που γεμίζει ευχάριστα τον ελεύθερο χρόνο μας, μπορεί να παιχθεί από όλους και έχει εκατομμύρια φανατικούς οπαδούς.

Κι εμείς οι «μεγαλύτεροι», όταν βρεθούμε, παίζουμε κατά προτίμηση –  το ταβλάκι μας και δίπλα του το ουζάκι μας, αν δεν μας το ‘κοψε ακόμα ο γιατρός μας. Πειραζόμαστε, χειρονομούμε και καμμιά φορά παθιαζόμαστε, ας ειν’ καλά το αντι-υπερτασικό χάπι μας.

Πειράγματα και υπονοούμενα πάνε και ‘ρχονται, καθώς τα ζάρια κυλάνε και τα πούλια τα χτυπάμε, με δύναμη πολλές φορές, όταν μας έρχονται βολικά. Έτσι ακουγονται μια σειρά από ευφιολογήματα, ανάλογα με την περίπτωση, όπως:

Ø   Ταβλαδόρος ή ταβλαντάς, για τον παίζοντα το τάβλι αλλά και ως απόδοση σεβασμού και ευσήμων (μεγάλος ταβλαδόρος).

Ø   Τα ζάρια στο μάστορα, για εκείνον που κέρδισε και τώρα δικαιούται την πρώτη ζαριά στον καινούργιο παιχνίδι. 

Ø   Του τα’ δωσε στα χέρια, για πούλια που χτυπήθηκαν και βγήκαν εκτός παιχνιδιού.

Ø   Όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, για την περίπτωση που ο παίκτης αφήνει ένα πιασμένο πούλι στο πλακωτό για να πιάσει κάποιο άλλο πιο κοντά στη μάνα του αντιπάλου.

Ø   Μήπως να παίξεις και με το στόμα ή μιλάς στα ζάρια, όταν κάποιος έχει εκνευριστεί με τις ζαριές του αντιπάλου,

Ø   Ένα, για να κρεμάω το καπέλο μου, όταν ο παίκτης νικάει στο πρώτο παιχνίδι της παρτίδας.

Ø   Τρύπια χέρια έχεις; όταν ο αντίπαλος έχει πετάξει τα ζάρια εκτός ταμπλό.

Ø   Γιούρια-γιούρια, στο νταβά με τα κουλούρια, αγαπημένη έκφραση μετά από πολυπόθητη ζαριά που φέρνουμε πλέον τον αντίπαλο σε άσχημη θέση.

Ø   Αυτό ούτε φυλακισμένοι δεν το παίζουνε, για παιχνίδι που είναι σίγουρα χαμένο για τον αντίπαλο, αλλά επιμένει χωρίς να εγκαταλείπει.

Ø   Αυτό θα πάει από πούλια, για το παιχνίδι που θα χαθεί διπλό καθώς ο αντίπαλος δεν θα προλάβει να βάλει τα πούλια «μέσα» για να αρχίσει το μάζεμα.

Ø   Και τώρα αρχίζει η συγκομιδή, όταν ξεκινάμε να μαζεύουμε και ο αντίπαλος όχι ακόμη.

Ø   Πάλι διπλές έφερα; για την κατανόηση/εξιλέωση για τις διπλές που φέρνουμε.

Ø   Έχουνε κι αδερφές, όταν ξαναφέρνουμε διπλές.

Ø   Μια, δυό, τρείς (να) και ο Χατζηπετρής, όταν παίζεις διπλές και με την τέταρτη πιάνεις πούλι του αντιπάλου.

Ø   Έλα στον παππού (στον θείο ή σε άλλα συγγενικά πρόσωπα), όταν πιάνουμε πούλι στο πλακωτό ή χτυπάμε στις πόρτες, για come του δώθε

Για να θυμούνται λοιπόν οι γηραιότεροι και να μαθαίνουν οι νέοι την κουλτούρα μας έστω με ψήγματα της διαχρονικής παράδοσης, συγκέντρωσα κάποια στοιχεία και σας τα παραθέτω στην συνέχεια για το τάβλι. Το αγαπημένο παιχνίδι όλων μας που έχει τη δική του ιστορία, ίσως από όλα τα άλλα επιτραπέζια. 

ΓΕΝΙΚΑ

Το τάβλι, στην Τουρκική Tawula, είναι επιτραπέζιο παιχνίδι για δύο παίκτες, και η παραλλαγή του είναι το δυτικό τάβλι ή backgammon. Κάθε παίκτης έχει 15 πούλια, που κινούνται σε ειδικό ταμπλώ σύμφωνα με τα αποτελέσματα δυο ζαριών. Σκοπός του κάθε παίκτη είναι να μαζέψει πρώτος όλα τα πούλια από το ταμπλώ. Ο παίκτης που ολοκληρώνει πρώτος το μάζεμα είναι και ο νικητής.

Το τάβλι είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Ελλάδα και στην Κύπρο, παίζεται από ανθρώπους κάθε ηλικίας και έχει συνδεθεί με τα καφενεία και τις καφετέριες.

 Περιγραφή τού παιχνιδιού

Το ταμπλώ του ταβλιού χωρίζεται σε τέσσερις περιοχές με κάθε περιοχή να περιλαμβάνει έξι (6) θέσεις. Συνολικά, δηλαδή, έχουμε ένα ταμπλώ 24 θέσεων. Κάθε παίκτης έχει μια περιοχή εκκίνησης και η απέναντί της περιοχή είναι η περιοχή μαζέματος του παίκτη. Τα πούλια του παίκτη κινούνται κυκλικά, δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα, από την περιοχή εκκίνησης προς την περιοχή μαζέματος. Όταν ένας παίκτης έχει όλα του τα πούλια στην περιοχή μαζέματός του, επιτρέπεται να ξεκινήσει το μάζεμα.

 Τα διάφορα παιχνίδια

Υπάρχουν τρία βασικά παιχνίδια του ταβλιού,

Ø   οι Πόρτες (του οποίου η παραλλαγή με κύβο διπλασιασμού αντιστοιχεί στο δυτικό ή αγωνιστικό τάβλι 'backgammon"),

Ø   το Πλακωτό και

Ø   το Φεύγα ή Μουλτεζίμ.

Επίσης υπάρχει μεγάλη ποικιλία άλλων παιχνιδιών και παραλλαγών όπως,

Ø   το Γκιούλ που σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας θεωρείται επίσης βασικό,

Ø   το Ασσόδυο, κ.ά.

 Σχετικά με την τύχη, το ζάρι αποτελεί έναν παράγοντα που μπορεί να ευνοήσει τον έναν ή τον άλλο παίκτη και γι' αυτό το τάβλι θεωρείται παιχνίδι τεχνικό αλλά και τυχερό. Από τα τρία βασικά παιχνίδια,

Ø   οι Πόρτες θεωρείται πως έχουν το μικρότερο ποσοστό τύχης,

Ø   το Πλακωτό λίγο πιο τυχερό,

Ø   το Φεύγα έχει τον μεγαλύτερο παράγοντα τύχης ενώ,

Ø   το Γκιούλ είναι καθαρά τυχερό παιχνίδι και ελάχιστα τεχνικό.

 Σχετικά με το είδος των τεχνικών απαιτήσεων.

Ø   Οι Πόρτες θεωρούνται πολύ πλούσιες σε στρατηγικές όσο και τακτικές. Είναι το μόνο
παιχνίδι που έχει πλήρως αναλυθεί με τη βοήθεια των υπολογιστών.

Ø   Το Πλακωτό είναι εξαιρετικά στρατηγικό παιχνίδι, αλλά δεν έχει αναλυθεί επαρκώς ώστε να γίνει γνωστό το εύρος των στρατηγικών και τακτικών που απαιτούνται.

Ø   Το απλούστερο Φεύγα όπως και το Πλακωτό δεν έχει αναλυθεί επαρκώς.

 Τα συνήθη ματς

Καθώς ο χρόνος παιχνιδιού δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος, το τάβλι συνηθίζεται να παίζεται σε ματς με νικητή όποιον φτάσει πρώτος σε προσυμφωνημένο όριο πόντων, συνήθως 5 ή 7, ανάλογα με πόσο χρόνο επιθυμούν οι παίκτες να διαθέσουν. Στα ματς αυτά και τα τρία παιχνίδια παίζονται εναλλάξ με τη σειρά πόρτες-πλακωτό-φεύγα, ενώ ο νικητής κάθε παιχνιδιού έχει το πλεονέκτημα της πρώτης ζαριάς στο επόμενο παιχνίδι, όπως και την επιλογή της πλευράς που θα στηθούν τα πούλια αν το επόμενο παιχνίδι είναι πόρτες ή πλακωτό.

Στο πρώτο παιχνίδι οι παίκτες πρέπει να συμφωνήσουν για το ποιος θα έχει την πρώτη ζαριά. Ένας κοινός τρόπος είναι να ρίχνουν από ένα ζάρι και όποιος φέρει τη μεγαλύτερη ένδειξη να έχει την πρώτη ζαριά.

Αν φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα, ξαναρίχνουν. Εδώ, τώρα, υπάρχουν δυο περιπτώσεις.

1η Περίπτωση: Η ζαριά που καθορίζει τον πρώτο παίκτη μετράει και ως πρώτη ζαριά του παιχνιδιού.

2η Περίπτωση: Ο παίκτης που έφερε το μεγαλύτερο ζάρι ξαναρίχνει τα ζάρια για να σχηματιστεί η πρώτη ζαριά του παιχνιδιού.

Στους επίσημους αγώνες, καθώς είναι επιθυμητός ο μετριασμός της τύχης, η πρώτη ζαριά δίνεται εναλλάξ σε κάθε παίκτη, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κάθε παιχνιδιού, και συχνά ακολουθείται η προηγούμενη διαδικασία για την πρώτη ζαριά του πρώτου παιχνιδιού με εφαρμογή της 2ης περίπτωσης.

Σημειώστε ότι οι δυο παραπάνω τρόποι δεν είναι ισοδύναμοι, καθώς ο πρώτος τρόπος αποκλείει ως πρώτη ζαριά την πιθανότητα διπλής. Έτσι το πλεονέκτημα του παίκτη που κερδίζει την πρώτη ριξιά μετριάζεται. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, συνηθίζεται τα παιχνίδια να παίζονται με άλλη σειρά, δηλαδή φεύγα πλακωτό - πόρτες και να εφαρμόζεται υποχρεωτικά η 1η περίπτωση ώστε το πλεονέκτημα αυτού που παίζει πρώτος να μην είναι τόσο μεγάλο.

Ο συνηθέστερος, πάντως, τρόπος έναρξης του πρώτου παιχνιδιού γίνεται με την εφαρμογή της 2ης περίπτωσης στην κανονική σειρά των παιχνιδιών, δηλαδή πόρτες - πλακωτό - φεύγα.

Επίσης ένας σημαντικός κανόνας που ισχύει στο ρίξιμο των ζαριών σε κάθε παιχνίδι, είναι ότι σε περίπτωση που παίκτης «κόψει», δλδ, σταματήσει επίτηδες με τα χέρια του τη ζαριά του αντιπάλου του πριν σταματήσουν τα ζάρια στο ταμπλώ και η ζαριά διαμορφωθεί, τότε ο αντίπαλος δεν ξαναρίχνει τα ζάρια αλλά επιλέγει ποιο συνδυασμό ζαριών τον συμφέρει να παίξει, π.χ. εξάρες, ασσόδυο, τέσσερα-τρία κ.τ.λ.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην σύγχρονη Ελλάδα, το τάβλι ως επιτραπέζιο παιχνίδι έχει συμπεριληφθεί στα «τεχνικά παίγνια». Η χρήση του επιτρέπεται ελεύθερα σε δημόσιους χώρους, (καφενεία, λέσχες κ.λπ.), πλην όμως η διάθεση αυτού επαφίεται στη κρίση του εκάστοτε υπεύθυνου του χώρου επειδή καθίσταται συχνά θορυβώδες.

 Απόφαση 10703 της 30/10/1947 του Υπουργού Δημόσιας Τάξης στο ΦΕΚ 164/Β).

Α’. Τεχνικά παίγνια

2.   Δια πεσσών ή άλλων μέσων: Ντόμιμο, Τάβλι, Μπιλιόν (τάβλι παιζόμενον δια 60 πεσσών και δια μεταλλίνων σφαιρών) Ζατρίκιον (σκάκι), Ντάμα, Σφαιριστήρια, λειτουργούντα δια χειροκινήτου στέκας ανεξαρτήτως αριθμού μπιλιών, Κρίκοι, Δυναμόμετρα, Σκοποβολή επί ακινήτου στόχου, Χόκεϋ, (Τοξοβολία), ΤίπΤόπ, Μαγιόγκ, (ΠίγκΠόγκ), Αυτόματος πιστολισμός, Κυλινδροσκόπησις, Ευρώπη, Μπιλιαρδάκι.

 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΑΒΛΙΟΥ

 Το τάβλι στην αρχαιότητα

Το τάβλι είναι ίσως το αρχαιότερο παιχνίδι που επιζεί μέχρι και τις ημέρες μας, αφού η πρώτη του εμφάνιση μαρτυρείται στη Μεσοποταμία, την περίοδο περίπου 2900 με 1800 π.Χ. Ο Άγγλος αρχαιολόγος Sir Leonard Woolley ([1]) (Σερ Λέοναρντ Γούλεϋ) ανακάλυψε κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην Ur (Ουρ) της Χαλδαίας ένα στολισμένο ταμπλό παιχνιδιού, το οποίο φαίνεται πως είναι το αρχαιότερο ταμπλό τάβλι.

Ένα παρόμοιο παιχνίδι φαίνεται πως παιζόταν και στην Αρχαία Αίγυπτο, το Senet ή «παιχνίδι των τριάντα τετραγώνων». Και τα δύο παραπάνω παιχνίδια είχαν κάπως διαφορετικό ταμπλό από το σημερινό τάβλι. Αποτελούταν από τρεις σειρές των δέκα τετραγώνων, η μία δίπλα στην άλλη, όμως φαίνεται πως η φιλοσοφία ήταν η ίδια. Οι παίκτες είχαν πέντε πούλια ο καθένας, και ξεκινώντας από αντίθετες πλευρές του ταμπλό, έπρεπε να τα φτάσουν στην αντίθετη άκρη και να τα βγάλουν από το ταμπλό πριν από τον αντίπαλο.

Αντί για ζάρια, οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν τέσσερις βέργες με δύο πλευρές, και προχωρούσαν ένα πούλι ανάλογα με το συνδυασμό των πλευρών των βεργών.

Άλλο ένα αρχαίο παιχνίδι σχετικό με το τάβλι που είναι άξιο αναφοράς είναι το Τακτέ Νάρντ. Το όνομά του σήμαινε «Μάχη σε ξύλο» και μεταφέρθηκε στην Ευρώπη από τους Άραβες. Ήταν περσικό με το όνομα Takhteh ή Takhte, παιζόταν περίπου το 1600 π.Χ. και έμοιαζε πολύ περισσότερο με το σημερινό τάβλι. Είχε 24 σημεία και 30 πούλια, 15 άσπρα και 15 μαύρα, και ένα ζευγάρι ζάρια.

Αργότερα το παιχνίδι εμφανίζεται στην Ελλάδα (με το όνομα Πεσσοί) και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με το όνομα Ludus Duodecim Scriptorum δλδ, παιχνίδι των δώδεκα γραμμάτων). Τα δύο αυτά παιχνίδια έχουν την ίδια μορφή με το αρχαιότερο, που βρέθηκε στη Μεσοποταμία, δλδ, τρεις σειρές από 12 τετράγωνες θέσεις ή 12 σειρές των τριών θέσεων, από όπου η λατινική εκδοχή παίρνει το όνομά της.

Το 50 μ.Χ. περίπου, το παιχνίδι απλοποιήθηκε. Αφαιρέθηκε η μεσαία σειρά θέσεων και απέμειναν οι δύο ακριανές, και όπως φαίνεται επιτράπηκε σε μία θέση να είναι περισσότερα από ένα πούλια, οπότε και το τάβλι άρχισε να παίρνει μια μορφή πλησιέστερη προς την σημερινή.

Το τάβλι στο Μεσαίωνα

Στο Μεσαίωνα πλέον, το παιχνίδι ήταν αρκετά γνωστό στην Ευρώπη, και είχε αποκτήσει δική του ονομασία και φήμη σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Μερικά από τα ονόματά του ήταν «Tables» (Αγγλία), «Tavola Reale» (Ιταλία), «Tablas Reales» (Ισπανία). Ωστόσο είναι σημειωτέο ότι παρά τη δημοτικότητά του, το τάβλι κατά περιόδους απαγορεύτηκε ή κατακρίθηκε από την Εκκλησία σε κάποιες χώρες, καθώς είχε χαρακτήρα τυχερού παιχνιδιού. Ο Louis IX (Λουδοβίκος Θ’
της  
Γαλλίας), το 1254 απαγόρευσε στους αυλικούς να παίζουν τάβλι, και στη συνέχεια έκανε το ίδιο σε όλους τους υπηκόους του.

Το γνωστότερο παράδειγμα αντίδρασης κατά του ταβλιού είναι η διαταγή του Καρδινάλιου Thomas Wolsey (Θωμάς Γουόλσεϋ) ([2]), της αυλής του Henry VIII (Ερρίκος ο Η'), το 1526, να καούν όλα τα ταμπλό του ταβλιού. Οι Άγγλοι παίκτες του παιχνιδιού σκέφτηκαν να καμουφλάρουν το ταμπλό κατασκευάζοντάς το αναδιπλούμενο, για να μοιάζει χοντρικά με βιβλίο. Σε αυτή την ιδέα οφείλει το σημερινό ταμπλό τη μορφή του.

Η Τυποποίηση του παιχνιδιού

Τον 18ο αιώνα, το τάβλι έχει ανέβει στα μάτια της Εκκλησίας, και πλέον θεωρείται εποικοδομητικός τρόπος να περνά κανείς το χρόνο του. Έτσι, το 1743 ο Edmund Hoyle ( Έντμουντ Χόιλ) ([3]), γνωστός Άγγλος ειδικός επιτραπέζιων παιχνιδιών, εξέδωσε μια Πραγματεία πάνω στο παιχνίδι του ταβλιού, συνεχίζοντας τις πραγματείες του για άλλα δημοφιλή παιχνίδια της εποχής, όπως το whist, το σκάκι κ.ά., τυποποιώντας τους κανόνες του παιχνιδιού και υποδεικνύοντας τακτικές για βέλτιστο παιχνίδι, οι οποίες είναι γενικά παραδεκτές ως χρήσιμες, ακόμα και σήμερα.

Το παιχνίδι έφτασε στην Αμερική ταυτόχρονα με την Ευρώπη. Οι λογαριασμοί εξόδων του Thomas Jefferson (Τόμας Τζέφερσον) το 1776, περίπου τον καιρό που έγραφε την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας δείχνουν κέρδη και απώλειες από παιχνίδια ταβλιού.

Σε αυτή την περίοδο (μέσα του 17ου αιώνα) το παιχνίδι πήρε και το σημερινό του (διεθνές) όνομα, καθώς οι Σάξονες το ονόμασαν «bac» (=πίσω) - «gamen» (=παιχνίδι), επειδή όταν ένα πούλι «πιάσει» ένα άλλο, αυτό επιστρέφει πίσω στην αρχή.

 Το Τάβλι ανάμεσα σε σπουδαίους ανθρώπους που το αγάπησαν

 Τα παρακάτω αφιερώνονται στα πρόσωπα, και στους παίκτες που παίζουν τάβλι. Στους ανθρώπους που η ζωή τους είναι λιγότερο ή περισσότερο παράλληλη με το αγαπημένο τους παιγνίδι. Σε όσους έχουν σχέση αγάπης με το τάβλι.

Δεν θα μπορούσα να ξεκινήσω για τα πρόσωπα και το τάβλι χωρίς να αναφέρω τον Λευτέρη Παπαδόπουλο ή "πρόεδρο" για τους φίλους του. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο αγαπημένος μας στιχουργός με δημιουργίες για πάντα χαραγμένες στην καρδιά μας, είναι και εξαιρετικός ταβλαδόρος.

 Ο Εξαίρετος λυράρης και δάσκαλος της Κρητικής παραδοσιακής μας μουσικής Κώστας Μουντάκης, έχει μια παράξενη σύνδεση με το τάβλι. Παιδί ήταν ακόμα όταν αποφάσισε να πρωτοασχοληθεί με τη λύρα και για να φτιάξει το πρώτο του αυτοσχέδιο όργανο, θυσιάζοντας ένα τάβλι. Πόσο το ευγνωμονούμε αυτό το τάβλι...

 Η Μελίνα Μερκούρη με το σύντροφο της Ζυλ Ντασέν, έπαιζαν πολύωρες παρτίδες μεταξύ τους αλλά και με αγαπημένους φίλους.

 Ο πρόωρα χαμένος Μάνος Λοΐζος, ο ευαίσθητος δημιουργός ενός μουσικού σύμπαντος τόσο ξεχωριστού στην ελληνική μουσική, ήταν μεγάλος ταβλαδόρος. Βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίο που ήταν αδερφικοί φίλοι και συνδημιουργοί πάρα πολλών τραγουδιών, με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο.

 Στον "προεδρικό" κύκλο θα συμπεριλάβω και έναν πολιτικό, τον Κώστα Σκανδαλίδη. Όταν ο "πρόεδρος" του απονέμει εύσημα δημοσίως δεν μπορεί παρά να είναι δυνατός παίκτης.

 Οι παίκτες της εθνικής μας ομάδας ποδοσφαίρου που κατέκτησαν το ευρωπαικό πρωτάθλημα στην Πορτογαλία το 2004, παίζοντας τάβλι στην κάθε ανάπαυλα ανάμεσα στους αγώνες. Ο Τραιανός Δέλλας, ο Χαριστέας, Ο Ντέμης και οι υπόλοιποι.

 Όλοι οι απίστευτοι συμπολίτες μας που στον πυρετό του χρηματιστηρίου το 1999 όταν τους ρώταγαν οι δημοσιογράφοι αν παίζουν στο χρηματιστήριο απαντούσαν: «Εμείς κανά ταβλάκι παίζουμε...».

 Το Τάβλι στο Θέατρο

 Ο Δημήτρης Κεχαΐδης έγραψε το έργο "Το Τάβλι", το οποίο παρουσιάστηκε το 1975 στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας.

 Στο Τάβλι στο Ελληνικό Τραγούδι

 Συχνές είναι οι αναφορές στα έργα των στιχουργών και των ποιητών μας στο τάβλι. Μερικοί από αυτούς άλλωστε, όπως ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, είναι και μεγάλοι ταβλαδόροι.

Ανθολογώ στην συνέχεια τις αναφορές στο τάβλι στο ελληνικό τραγούδι. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον το συγκεκριμένο ζήτημα να γίνονταν αντικείμενο μιας ολοκληρωμένης επιστημονικής μελέτης, όπως και οι αναφορές στο ελληνικό τραγούδι και σε άλλα τυχερά ή μη παιχνίδια εκτός από το τάβλι.

Εύκολα λοιπόν, έρχονται στο μυαλό κατευθείαν οι υπέροχοι στίχοι

Ø  Του Λευτέρη Παπαδόπουλου στο τραγούδι του Μάνου Λοίζου, "Μην βροντοκτυπάς τα ζάρια...η δουλειά κάνει τους άντρες".

http://www.tavliinfo.gr/tavliart/songs/idouleiakaneitousantres/index.html

Ø  Το ευαίσθητο νυχτερινό "Νυκτερινό Α" (...ζάρια στα ποτήρια έριξες παγάκια, τάβλι είναι η νύχτα, πούλια τα κορμάκια)" σε στίχους του Τάκη Σιμώτα  και με τη μουσική και τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου.

http://www.tavliinfo.gr/tavliart/songs/nixterino/index.html,

Ø  Της ποίησης του Γιώργου Χρονά στο "Όχι, δεν πρέπει να συναντηθούμε".

http://www.tavliinfo.gr/tavliart/songs/denprepei/index.html

Ø  Την σύνθεση με τους ανατρεπτικούς στίχους του Τζίμη Πανούση στο "Ράπισμα".

https://www.artsandthecity.gr/stixoi/ ραπισμα/

Ø  Του Βαγγέλη Περπινιάδη "Τα νέα της Αλεξάνδρας", λαϊκού τραγουδιστή, οργανοπαίκτη και συνθέτη. https://el.wikipedia.org/wiki/Βαγγέλης Περπινιάδης.

Ø  Την σύνθεση και τους στίχους "Ανάμνηση και πίκρα" του Βαγγέλη Κορακάκη.

https://www.greekstixoi.gr/stixoi/ανάμνηση-και-πίκρα/.

Ø  Τους στίχους της Σώτιας Τσώτου και την μουσική του Γιάννη Σπανού στο"Ο Νώντας".

http://www.tavliinfo.gr/tavliart/songs/onontas/index.html

Ø  Τους στίχους του Μίνου Αμαριώτη και την μουσική του Θέμη Ανδρεάδη στο "ΘΕΟΦΙΛΕ – ΘΕΟΦΙΛΕ". http://www.tavliinfo.gr/tavliart/songs/theofile/index.html

Ø  Την σύνθεση σε στίχους και μουσική του Χρήστου Κυριαζή του "ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ".

http://www.tavliinfo.gr/tavliart/songs/drapetsona/index.html.

 Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, σε συνέντευξή του που παρουσιάστηκε στην Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ της 3ης Αυγ. 2002, δήλωσε μεταξύ άλλων τα παρακάτω: «Έχω δίπλωμα ταβλιού από το Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης»

 «Το τάβλι, όταν παίζεται χωρίς λεφτά, είναι ένα από τα ωραιότερα παιχνίδια του κόσμου. Είναι ένα παιχνίδι για σοφούς ανατολίτες που θέλουν να κομματιάσουν τον χρόνο ο οποίος βαδίζει αργά και νωχελικά. Ιδίως τα απογεύματα του καλοκαιριού. Γι' αυτό, επειδή το παιχνίδι είναι ανατολίτικο, ακούς μερικούς ταβλαδόρους να επαίρονται ότι έχουν πάρει δίπλωμα ταβλιού από το Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης. Μερικοί μάλιστα έχουν τυπώσει και τέτοια διπλώματα και τα έχουν καδράρει για να τα βλέπουν οι αντίπαλοί τους και να πτοούνται. Ένα τέτοιο δίπλωμα έχω κι εγώ. Μου το πρόσφερε ο δήμαρχος Βάμου, Γιάννης Χατζηδάκης, ως πρύτανης».

 «Στην Ελλάδα παίζουμε μόνο τρία παιχνίδια στο τάβλι. Τις πόρτες, το πλακωτό και το φεύγα. Μερικοί παίζουν και ένα τέταρτο παιχνίδι που εγώ δεν το ξέρω. Εμένα, από τα τρία αυτά παιχνίδια μου αρέσει περισσότερο το πλακωτό.»

 «Οι πόρτες άρεσαν πολύ στη μακαρίτισσα τη Μελίνα η οποία έπαιζε ατελείωτες ώρες με τον Ντασσέν. Συχνά δίναμε μάχες ατελείωτες στο σπίτι της οδού Αναγνωστοπούλου, η Μελίνα, ο Ντασσέν, ο Σπύρος Μερκούρης - που ερχόταν ειδικά από το Λονδίνο και ο Κωνσταντίνος Αλαβάνος».

 «Το τάβλι είναι ένα παιχνίδι που στηρίζεται κατά 95% στο ζάρι. Αν έχεις καλό ζάρι και παίζεις στοιχειωδώς καλά δεν μπορεί παρά να κερδίσεις. Αν ρίξει, ας πούμε, στο πλακωτό, ο ένας παίκτης 5-2 και εσύ στην πρώτη ζαριά ρίξεις εξάρες, τού 'πιασες αμέσως ένα πούλι στην περιοχή του και πας για να κερδίσεις το παιχνίδι διπλό. Στις πόρτες, αν ρίξεις άσους και 3-1 στις πρώτες σου ζαριές, έχεις ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα. Στο φεύγα, αν ρίξεις μεγάλες ζαριές και ο άλλος μικρές, κινδυνεύει ο αντίπαλός σου να μην μπει στην περιοχή σου και να χάσει το ματς διπλό.

Για το τέταρτο παιχνίδι, το Γκιουλ ή εβραίικο, ξέρω ελάχιστα πράγματα. Μπορώ να σε παραπέμψω στην κόρη μου που είναι αστέρι».

«Τον χειμώνα δεν παίζω πολύ τάβλι. Μερικές φορές και καθόλου. Έχω την εφημερίδα και τα διάφορα γραψίματά μου. Το καλοκαίρι όμως του αλλάζω τα φώτα. Πέρσι, ας πούμε, στη Λήμνο, έπαιξα με τον Σκανδαλίδη πάρα πολλές παρτίδες και πρέπει να πω ότι ο Κώστας είναι δεινός ταβλαντάς. Στις πόρτες ο Ντασσέν έπαιζε με λεφτά. Και η Μελίνα και ο συγχωρεμένος ο Τζο Ντασσέν, παίζανε το λεγόμενο «βίδο». Δηλαδή, στην πορεία του παιχνιδιού, αν κρίνεις ότι βρίσκεσαι σε πλεονεκτικότερη θέση από τον αντίπαλο, διπλασιάζεις τη λεγόμενη “μίζα” και ο αντίπαλος ή την δέχεται ή πάει πάσο και χάνει την αρχική μίζα. Όπως αντιλαμβάνεστε, με τα συνεχή μιζαρίσματα το ποσόν μπορεί να φτάσει σε ύψη αστρονομικά, γιατί ακολουθεί μια γεωμετρική πρόοδο. Γι' αυτό η αρχική μίζα είναι συνήθως πολύ μικρή έτσι ώστε όσα κι αν χάσεις να είναι ελάχιστα. Δηλαδή, αν η αρχική μίζα είναι 10 δρχ. το πολύ-πολύ που μπορείς να χάσεις είναι 160 δρχ. με τέσσερα βίδο, πράγμα που δεν συμβαίνει συχνά....»

ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

του Α. Παριανού

http://www.tavliinfo.gr/tavliart/literature/index.html

 Καλημέρα. Με λένε Γιάννη και είμαι καλά. Εμένα που με βλέπετε, μη με βλέπετε έτσι. Έχω γλιτώσει από του Χάρου τα δόντια. Για την ακρίβεια, από τον ίδιο το Χάρο. Σαν τώρα το θυμάμαι. Μη μου πείτε πως δεν έχετε την περιέργεια να ακούσετε την ιστορία μου.

 Ήταν πρωί τ’ Αυγούστου, γύρω στις 2 το βράδυ κι έξω έβρεχε, όπως βρέχει πάντα στα νησιά, Οκτώβρη μήνα. Είναι μαρτύριο αυτά τα ανοιξιάτικα μεσημέρια, ειδικά όταν είσαι μόνος κι έρημος στο σπίτι. Έτσι μόνος ήμουν κι εγώ και μόλις είχα κατεβάσει μια πίτσα με τέσσερα τυριά.

Κάτι σκάλιζα στον υπολογιστή μου ενώ το στερεοφωνικό (Sony – «go create», μου είπαν και συμφώνησα) ούρλιαζε ακριβώς όπως ο τραγουδιστής των Blind Guardian. Η τρομερή ικανότητα μίμησης φωνών και ήχων του στερεοφωνικού μου ήταν άλλη μία από τις απορίες της ζωής μου που δεν κατάφερα να λύσω ποτέ. Έτσι απότομα άλλαζε από Frank Sinatra σε Σωκράτη Μάλαμα και από Πασχάλη Τερζή σε Marilyn Manson. Γενικά, όσον αφορά τα ηλεκτρονικά, μου αρκούσε να ξέρω απλά να τα χειρίζομαι.

«Τακ τακ». Την περισυλλογή μου διέκοψε ένα χτύπημα στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, δημιουργώντας μου μια καινούρια απορία: Mπορεί μια γάτα να σκαρφαλώσει πέντε ορόφους; Γιατί στον πέμπτο έμενα, ακριβώς κάτω από την ταράτσα και ακριβώς πάνω από τον τέταρτο. Πάντα έμενα ψηλά για να καταπολεμήσω την υψοφοβία μου, αν και τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά. Το μόνο καλό ήταν πως είχα στάνταρ σήμα στο κινητό μου (Nokia – «Connecting people», μου είπαν και δεν διαφώνησα).

 «Τακ τακ». Η γάτα γινόταν επίμονη κι εγώ ανυπόμονος. Δεν ήταν δυνατόν να έρχεται το κάθε βρωμόγατο και να σου χτυπάει το τζάμι τέτοια ώρα. Ξαναγύρισα στον υπολογιστή μου και άνοιξα το «ηλεκτρονικό μου γραμματοκιβώτιο» - βασικά το e-mail μου άνοιξα, αλλά άκουγα πολλούς να το λένε έτσι και μ’ άρεσε. Όπως έχετε καταλάβει, είμαι άνθρωπος με πολλές εσωτερικές αναζητήσεις. Η απορία μου με τα e-mail ήταν το πού κρυβόταν ο ηλεκτρονικός ταχυδρόμος. Περίμενα με αγωνία να φτάσουν τα μηνύματα αλλά ποτέ δεν κατάφερνα να τον δω. Ήταν άλλο ένα ζήτημα που είχε εξάψει την περιέργειά μου, καθώς η ηλεκτρονική του φύση με παραξένευε.

 «Τακ τακ». Ήταν πλέον καιρός η περιέργεια μου να ασχοληθεί με τη γάτα. Σηκώθηκα προσεχτικά από τη δερμάτινη καρέκλα μου («ή Sato ή κάτω», μου είπαν, κι εγώ προτίμησα Sato) και πλησίασα το δίφυλλο του μπαλκονιού. Προετοιμάστηκα ψυχολογικά για το πέναλτυ, σαν τον Βασιλάκη τον Τσάρτα όταν καρφώνει τους αντίπαλους τερματοφύλακες. Τράβηξα απότομα τις κουρτίνες του Χυτήρογλου, άνοιξα βίαια την πόρτα αλλά τα γρήγορα αντανακλαστικά μου με βοήθησαν να μην κλωτσήσω αμέσως.

 -        Άντε, βρε αδερφέ, τόση ώρα. Πούντιασα μες στη βροχή.

Τα λόγια αυτά βγήκαν από το στόμα(;) ενός μαυροφορεμένου αγρότη με πολλή πούδρα στη μάπα του. Αυτή ήταν τουλάχιστον η πρώτη μου εντύπωση. Αμέσως μετά σκέφτηκα ότι πρέπει να φόραγε καλό μέικ-απ γιατί δεν είχε ξεβάψει με τη βροχή. Max Factor ίσως. Ήταν σχετικά κοντός, πιο κοντός από μένα. Φόραγε ένα μαύρο μακρύ ριχτό – σαν τη Μενεγάκη όταν ήταν έγκυος. Μόνο που η Ελενίτσα δεν φόραγε τη μαύρη κουκούλα που είχε αυτός ο τύπος και που κάλυπτε όλη του την κόμμωση. Προφανώς ήταν άλουστος. Η φάτσα του ήταν πραγματικά ένα έργο τέχνης. Κάτασπρη σαν το γιαούρτι που μου πάσαρε ο φούρναρης («Είστε complet; με ρώτησαν∙ του είπα «Ναι,» αλλά το πήρα) και μακρόστενη.

Μαύρο κενό στη θέση των ματιών αλλά και στα ρουθούνια. Και πάνω απ’ όλα στο στόμα, το οποίο ήταν ένα τεράστιο στραβό άνοιγμα, σαν να χασμουριόταν αγελάδα. Η φάση ήταν πως δεν φαινόταν να υπάρχει τίποτα παραμέσα, ούτε καν ύφασμα. Το άλλο περίεργο ήταν πως δεν είχε φρύδια, γεγονός στο οποίο δεν ήμουν συνηθισμένος. Μια παλιά μου γκόμενα, η Δωροθέα, έλεγε ότι βγάζει τα φρύδια της κάθε φορά που την έπαιρνα τηλέφωνο, αλλά όταν την έβλεπα τα είχε ακόμα. Τελικά, με παράτησε ή με κεράτωσε – μπορεί και τα δύο, δε θυμάμαι.

Το κορυφαίο με τον τυπά ήταν πως κράταγε ένα ματσούκι, από αυτά που κόβουν τα στάχυα το χειμώνα στα χωράφια. Δεν είχα δει ποτέ τέτοιο πράγμα από κοντά. Μόνο σε κάτι παιχνίδια στον υπολογιστή που σου το έβγαζε όταν σου τελείωναν οι σφαίρες για τα άλλα όπλα.

-        Θα μου πεις να περάσω ή θα την βγάλουμε στο μπαλκόνι; Άντε και πονάει το πλευρό μου, μ’ αυτήν τη ρημάδα την υδρορροή που έχετε, μου είπε και παρατήρησα πως η φωνή του ήταν πολύ βραχνή και μπάσα.

-     Δεν έχω αντίρρηση να περάσεις, αλλά με ποιο δικαίωμα προσβάλλεις την υδρορροή;» του απάντησα, για να μη νομίζει ότι θα με καβαλήσει.

-        Ε, τί να σου πω; Αφού ίσα ίσα μ’ άντεξε να σκαρφαλώσω.

-        Κάτσε, ρε φίλε. Ανέβηκες από την υδρορροή και σ’ άντεξε;

-        Όχι ακριβώς, μου απάντησε με ένα απολογητικό τόνο στη φωνή του.

Τον προσπέρασα και βγήκα στο μπαλκόνι για να δω αυτό που φοβόμουν. Η υδρορροή από τον τρίτο όροφο και πάνω είχε λυγίσει και είχε πέσει προς τα κάτω, δημιουργώντας περίεργους σχηματισμούς. Ο τρίτος όροφος είναι αυτός πάνω από τον δεύτερο και κάτω από τον τέταρτο. Εκεί έμενε η οικογένεια Καρβούνη, πολύ καλοί άνθρωποι. Είχαν κι ένα αγοράκι, ένα αγγελούδι που το έλεγαν Κωστάκη.

-        Κλείσε την πόρτα κι έχει ψόφο έξω, μου φώναξε ο καλοβαμμένος αγρότης με τα μαύρα.

Τότε συνειδητοποίησα πως πράγματι είχε κρύο και προτίμησα να μπω μέσα που έκανε ζέστη (μέσα θα κάνει Fujitsu, μου είπαν και τους είπα εντάξει). Έκλεισα την πόρτα και έβαλα στη θέση τους τις κουρτίνες. Γύρισα και είδα τον άντρα να έχει κάτσει στο κρεβάτι μου και να έχει γείρει προς τα πίσω.

-        Περίμενε δυο λεπτά να σου φέρω κάτι, του είπα και πετάχτηκα στην κουζίνα.

Θυμόμουν πως είχα πάρει κάτι παυσίπονα πριν λίγες μέρες. Τα βρήκα κάτω από μια χαρτοσακούλα των Goody’s (Γρήγορα ναι, πρόχειρα όχι, μου είπαν και αμέσως έκανα την παραγγελία μου). Έβαλα νερό από τη βρύση και έριξα ένα από τα χάπια μέσα. Ξαναγύρισα στο δωμάτιό μου όπου ο μαυροφόρος είχε καθίσει πιο άνετα και χάζευε το χώρο.

-        Ορίστε, είπα καθώς του έδινα το ποτήρι.

-        Ευχαριστώ. Αν και ήδη νιώθω καλύτερα, μου απάντησε. Σιγά σιγά, ξεκίνα να μαζεύεις για να φύγουμε.

-        Να φύγουμε;! Πού να πάμε; του πέταξα απορημένος.

-        Δεν κατάλαβες; με ρώτησε με ύφος πονηρό.

-        Συγγνώμη, αλλά το αστείο παρατράβηξε. Σπας την υδρορροή της πολυκατοικίας, σε βάζω στο σπίτι μου, σου δίνω και παυσίπονο, κι εσύ συνεχίζεις να με δουλεύεις;

-        Δε σε δουλεύω καθόλου. Είσαι ο Γιάννης Γεωργόπουλος και μένεις Αριστείδου 32 στον 5ο όροφο, έτσι δεν είναι;

-        Σωστά όλ’ αυτά, αλλά το κόλλημά σου ποιό είναι; Εσύ ποιός είσαι στην τελική; τον ρώτησα απειλητικά γιατί είχα αρχίσει να τα παίρνω.

-        Ο Χάρος είμαι και ήρθα να σε πάρω, μου αποκρίθηκε φυσικότατα, λες και μου έλεγε ότι είναι ο κύριος Νίκος ο διαχειριστής.

-        Ααα, εντάξει τότε… Ο ΧΑΡΟΣ;!!!

Τινάχτηκα από την καρέκλα μου και απομακρύνθηκα από το κρεβάτι. Επιτέλους κατάλαβα τι μου θύμιζε. Αποφάσισα να το παίξω ψύχραιμος, μπας και τον τουμπάρω. Ξανακάθισα στην καρέκλα μου.

-        Αχά, χαίρομαι που σε γνωρίζω, βρε Χαρούλη – δε νομίζω να σε πειράζει το υποκοριστικό;

-        Μπα, ούτως ή άλλως δε θα τα λέμε για πολύ, με καθησύχασε (ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε).

-        Είσαι σίγουρα ο Χάρος; τον ρώτησα, με μια κρυφή ελπίδα ότι όπου να’ ναι θα πεταχτεί από μια γωνιά ο Φερεντίνος.

-        Ρε Γιάννη, βλέπεις τα μαύρα ρούχα και το άσπρο πρόσωπο;

-        Τα βλέπω.

-        Είναι Απόκριες;

-        Δεν είναι.

-        Άρα…

-        Ok, σιγουρεύτηκα. Αλλά δεν είναι δυνατόν να ήρθες για μένα. Είμαι σε τρομερά καλή κατάσταση. Ούτε αρρώστιες, ούτε τίποτα, του εξήγησα, παίρνοντας ένα πειστικό ύφος.

-        Sorry αλλά δεν κάνουμε λάθη, απ’ όσο μου έχουν πει τουλάχιστον. Ωραίο δωμάτιο πάντως. Ειδικά αυτή η αφίσα από τον Πόλεμο των Άστρων.

-        Ναι, πράγματι. Άσχετα με τι λένε, σαν την πρώτη τριλογία δεν ήταν τίποτα. Συνειδητοποίησα για άλλη μια φορά την σοβαρότητα της κατάστασης.

-        Δε θέλω να φύγω, του είπα με σιγουριά.

-        Έλα ρε φίλε τώρα, ήδη έχω σπάσει κάνα-δυο πλευρά στην υδρορροή, μη μου το κάνεις αυτό πρώτη μέρα στη δουλειά.

-        Τώρα που το έφερε η κουβέντα, τι σκατά έκανες στην υδρορροή;

-        Ε, ήμουν από κάτω, είδα τα φώτα και είπα να κάνω μια είσοδο εντυπωσιακή, να έχει… ξέρεις … κάτι, εξήγησε χτυπώντας τον αντίχειρα στον μέσο του δεξιού του χεριού. Μετά άρχισα να σκαρφαλώνω, μια βλαμμένη στον δεύτερο μου πέταξε μια λεκάνη με νερό, ένα παιδάκι στον τρίτο μου πέταξε το ποδήλατο του, και πάνω που έφτασα στον πέμπτο έσπασε η υδρορροή. Έκανα ένα σάλτο αλλά προσγειώθηκα πάνω στα κάγκελα. Με λίγη προσπάθεια τα πέρασα και βρέθηκα στο μπαλκόνι.

-        Τόσο καλά. Εγώ δεν κατάλαβα γιατί να έρθεις από την υδρορροή. Δεν μπορούσες να χτυπήσεις το κουδούνι; απόρησα.

-        Έκανα ό,τι έλεγαν οι οδηγίες. Κοτζάμ Χάρος, θα σου χτύπαγα το κουδούνι; Μήπως ήθελες και σοκολατάκια;

-        Φίλε, άκουσε με, είναι αργά, τον έκοψα.

-        Ωραία, θες να φύγουμε; μου πρότεινε.

-        Να πάμε πού;

-        Ε, δεν ξέρεις τώρα; Στον άλλο κόσμο, στα θυμαράκια, εν τόπω χλοερώ, να πεθάνεις τέλος πάντων.

Σιγά σιγά έμπαινε στο μυαλό μου η υποψία ότι μιλούσε σοβαρά. Όσο το συνειδητοποιούσα, τόσο περισσότερο τρόμο ένιωθα. Ήταν απίστευτο αλλά συνέβαινε εκείνη τη στιγμή στο σπίτι μου. Έπρεπε να ηρεμήσω και να βρω τρόπο να κερδίσω χρόνο.

-        Δεν σε πιστεύω, Χαρούλη. Αποκλείεται να είσαι ο Χάρος.

-        Ποιόν περίμενες; Τη Βέφα; Ή τον Μαμαλάκη;

-        Ξέρω γω, ρε παιδί μου. Κάτι σου λείπει, κάτι δεν είναι σωστό.

-        Τι λες τώρα; Απ’ όλα έχω. Και μαύρη κάπα, και μαύρα ρούχα, και κάτασπρο πρόσωπο και δρεπάνι.

-        Μπράβο, ρε γαμώτο. Κι έψαχνα να βρω πως το λένε.

-        Τώρα τι πρόβλημα έχεις; με ρώτησε ανυπόμονα.

-        Δε μπορώ. Μου ήρθε ξαφνικό. Δώσε μου λίγο χρόνο. Μια μέρα μόνο. Εικοσιτέσσερις ώρες, τον παρακάλεσα

-        Σ’ έχω συμπαθήσει, αλλά δεν μπορώ. Εντολές της διεύθυνσης.

-        Έλα, Χαρούλη. Αφού είσαι μια χαρά παιδί, φαίνεται. Δεν μπορούμε να βρούμε κάποια λύση;

-        Με τίποτα. Τι θες δηλαδή; Να το παίξουμε στο σκάκι;

-        Παίζεις σκάκι;

-        Εννοείται. Από τα αγαπημένα χόμπι της διεύθυνσης. Όλοι οι μαθητευόμενοι το μαθαίνουν, αν ονειρεύονται καριέρα.

-        Κρίμα, ρε γαμώτο. Δεν ξέρω σκάκι.

-        Τι θα ‘λεγες για τάβλι; του αντιπρότεινα, γιατί ήξερα πως το σκάκι δεν ήταν από τα δυνατά μου σημεία.

Για την ακρίβεια, τελευταία φορά που είχα κερδίσει στο σκάκι ήταν στην πενταήμερη, όταν έπαιξα με το Χρήστο το ζαβό. Τότε που είχαμε κάψει το σούπερ-μάρκετ του Βερόπουλου (είναι κεφάτη, γυρίζει απ’ του Βερόπουλου, μας είπαν, και δε μας άρεσε).

-        Έλα τώρα.

-        Τάβλι; μου είπε με ύφος διστακτικό.

-        Ναι, τάβλι, και πριν προλάβει να το ξανασκεφτεί, έβγαλα το τάβλι που φύλαγα κάτω από το κρεβάτι. Το είχαμε για τις δύσκολες μέρες της Δωροθέας. Άνοιξα το κούμπωμα και άρχισα να στήνω τα πούλια.

-        Καλά, είπε συγκαταβατικά ο Χαρούλης.

Μέσα μου, μια ελπίδα άρχισε να γεννιέται. Επιτέλους, όλα τα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής θα με βοηθούσαν σε κάτι ουσιαστικό: να σώσω τη ζωή μου. Έβαλα τα πούλια στις δύο άκρες και έσπρωξα το ένα ζάρι προς τη μεριά του Χαρούλη, ενώ ταυτόχρονα σήκωνα το άλλο.

-        Λοιπόν, πριν ξεκινήσουμε να συμφωνήσουμε τους κανόνες. Αν χάσω, με παίρνεις και φεύγουμε. Αν κερδίσω, την κάνεις κι έρχεσαι αύριο. Ok;

-        Εντάξει, αποκρίθηκε με ένα αναστεναγμό.

Όλα πήγαιναν κατ’ ευχή. Ήταν η ώρα που έπρεπε να παίξω το καλό χαρτί. Το τάβλι είναι πολύ καλό για να περνάς τις ώρες σου στις καφετέριες αλλά υπήρχε ένας και μόνο κανόνας: Ποτέ μα πότε δεν παίζεις τους καφέδες στο τάβλι. Ο κανόνας αυτός ήταν ιερός γιατί το τάβλι είναι το παιχνίδι της ανεμελιάς και της απόλαυσης. Αν πέσει στοίχημα, τότε πρέπει να είσαι μέγιστος ταβλαδόρος για να μην αγχωθείς. Καθώς εγώ ήμουν ήδη αρκετά αγχωμένος (κακά τα ψέματα, παιζόταν η ζωή μου), έπρεπε να αγχώσω λίγο το Χαρούλη.

-        Να βάλουμε και λίγο χρήμα μέσα; Έτσι, για να έχει ενδιαφέρον.

-        Πόσα δηλαδή; με ρώτησε.

-        Ας πούμε δέκα ευρώ για κάθε πούλι που δεν θα προλάβει να βγάλει ο χαμένος. Το μάτι του Χαρούλη γυάλιζε.

Πίστευε πως θα μπορούσε να με νικήσει και να μου πάρει τα λεφτά. Ήταν γελασμένος. Παίζω καλύτερα όταν είναι για λεφτά, πρόσθεσα.

-        Καλά, καλά, συμφώνησε.

Ρίξαμε τα πρώτα ζάρια. Έξι αυτός, δύο εγώ. Το ηθικό του ανέβηκε κατακόρυφα. Έφερε διπλές στις τρεις πρώτες ζαριές κι εγώ κάτι ψόφια. Έπρεπε να βρω τρόπο να του αποσπάσω την προσοχή.

-        Λοιπόν, πως είναι τα πράγματα μετά;

-        Τι εννοείς μετά;

-        Ξέρεις τώρα. Αφού τελειώσουν όλα.

-        Τι σε νοιάζει; Παίζε τώρα.

-        Απλώς ρωτάω τι γίνεται μετά.

-        Μετά ρίχνεις τα ζάρια και συνεχίζουμε το παιχνίδι.

-        Μα που πηγαίνουμε;

-        Τελείωνε. Πουθενά δεν πηγαίνετε.

-        Εννοείς πουθενά; Τελείως; Πάπαλα;

-        Ναι, αυτό εννοώ. Και σταμάτα να μιλάς. Προσπαθώ να παίξω.

Η πρώτη μου προσπάθεια δεν ήταν και πολύ επιτυχημένη αλλά τουλάχιστον πρόλαβα να στρώσω κάπως τα πράγματα στο δεύτερο ταμπλό. Έπρεπε να συνεχίσω.

-        Μου θυμίζεις ένα θείο, τον Παντελή, που είχα στην Αφρική. Έτσι μελαψός ήταν κι αυτός. Κράταγε συνέχεια μια αξίνα γιατί είχε ορυχείο για διαμάντια.

-        Ναι καλά. Είμαι ό,τι πιο τρομακτικό υπάρχει και εσύ μου λες πως σου θυμίζω το θείο σου τον Παντελή. Σε λίγο θα μου πεις ότι μοιάζω και με κάνα ηθοποιό.

-        Τώρα που το λες, το Μορφέα από το Μάτριξ τον έχεις τίποτα;

-        Με δουλεύεις;

-        Ε, όχι και σε δουλεύω. Εσύ είσαι λίγο μυγιάγγιχτος.

-        Εγώ μυγιάγγιχτος; Εδώ μου έχεις ρίξει τόσες προσβολές. Μέχρι που δεν με πίστευες ότι είμαι ο Χάρος.

-        Ε, και; Εσύ μου διέλυσες την υδρορροή.

-        Τέσπα, ας το ξεχάσουμε τώρα. Ρίξε τα ζάρια.

Ο διάλογος αυτός ήταν καθοριστικός. Ο Χαρούλης είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και αυτό ήταν υπέρ μου. Έριξε δύο ασσόδυα μαζεμένα ενώ εγώ έφερα τις πρώτες μου εξάρες κι έστρωσα πεντάπορτο.

-        Και πόσα καθαρίζεις το μηνα; συνέχισα το ίδιο παραμύθι.

-        Ε;

-        Ξέρεις τώρα. Μπερντέ, μπικικίνια, λεφτά.

-        Πάει με την παράδοση. Συνολικά, κάτσε να υπολ-

-        Σ’ έπιασα! φώναξα, διακόπτοντάς τον.

Πράγματι, τον είχα τσακώσει σε δύσκολο σημείο. Το εξάπορτο ήταν σχεδόν έτοιμο και η πανωλεθρία του σχεδόν σίγουρη. Ρίξε και φρόντισε να μη φέρεις μεγάλα, του πέταξα.

-        Λες να μην το ξέρω; μου πέταξε ειρωνικά. Άρπαξε τα ζάρια και τα κούνησε στα χέρια του. Ύστερα τ’ άφησε να πέσουν απαλά: Πεντάρες.

-        Γιες!, αναφώνησα. Το υπόλοιπο του παιχνιδιού ήταν τυπικό και διήρκεσε κάνα δεκάλεπτο.

-        Τι θα ‘λεγες για δύο στα τρία; πρότεινε ο Χαρούλης.

-        Εντάξει, του είπα, σημειώνοντας τα πούλια του σε ένα κομμάτι χαρτί. Ξαναστήσαμε και ξεκίνησα πρώτος. Άνοιξε πολύ επιθετικά αλλά ήταν κάτι που χειριζόμουν με μαεστρία, καθώς το είχα μελετήσει διεξοδικά στο τρίτο έτος. Έπαιζε με την πλάτη στον τοίχο.

-        Δε μου λες, έχεις τίποτα να τσιμπήσουμε; μου είπε σε κάποια φάση.

-        Έχω κάτι χτεσινά από fast-food.

-        Μόνο; Τι ‘σαι συ, ρε παιδί μου; Έρχεται ένας ξένος στο σπίτι κι εσύ μόνο αποφάγια έχεις;

-        Έχω και κάτι Ferrero Rocher (Μας κακομαθαίνετε, κύριε πρέσβη, μου είπαν˙ τους είπα ότι δεν είμαι πρέσβης και τα πήρα.).

-        Τι τσιγγουνιά, βρε αδερφέ. Και το κουτί της πίτσας άδειο είναι.

Κατάλαβα ότι πήγε να παίξει την ίδια παγίδα που του έκανα κι εγώ, αλλά δε μάσησα και πέρασα στην αντεπίθεση.

-        Είπες πριν πως είναι η πρώτη μέρα σου;

-        Ναι, απάντησε ξερά.

-        Τι εννοούσες; Από πάντα εγώ νόμιζα πως ο Χάρος ήταν ένας.

-        Σιγά μη σας προλαβαίναμε. Κι εγώ ήταν να βγω σε τρία χρόνια σε αποστολές αλλά έτυχε ο πόλεμος στο Ιράκ.

Δεν συνέχισα και έστρωσα σιγά σιγά τα πούλια μου για την τελική επίθεση, η οποία ήταν καταιγιστική. Πέντε πούλια σε τρεις ζαριές και ο Χαρούλης δεν ήξερε από πού του έρχονταν.

Μόλις έριξα την τελευταία ζαριά, ο Χαρούλης πήγε να κλείσει το τάβλι αλλά τον πρόλαβα.

-        Όχι ακόμα, Ρούλη. Λοιπόν, μου χρωστάς εικοσιτέσσερις ώρες και … δέκα και έξι επί δέκα…εκατόν εξήντα ευρώ.

-        Ε;! Μα-

-        Δεν έχει μα. Κάναμε μια συμφωνία και έχασες.

-        Μα δεν έχω τίποτα, μου απάντησε ενώ έβγαλε από τις τσέπες του κάτι κέρματα.

-        Κι αυτά τι είναι;

-        Αυτά είναι για το δρόμο, για τα διόδια.

-        Μ’ αμάξι θα πάμε; Τέλος πάντων. Δέχομαι και επιταγές.

-        Από ποιό λογαριασμό;

-        Από τον δικό σου.

-        Μα δεν έχω λογαριασμό.

-        Καλά, βρε Χαρούλη. Επειδή είμαι καλή ψυχή, θα σ’ αφήσω να μου τα φέρεις αύριο που θα γυρίσεις.

-        Αύριο;

-        Ναι, αύριο. Λοιπόν, άντε στο καλό γιατί έχω και κάτι δουλίτσες.

-        Μα…δεν έχω πού να μείνω. Τι θα κάνω τόσες ώρες;

-        Πήγαινε σε κάνα ξενοδοχείο, σε κάνα σινεμά. Εγώ θα σου πω;

-        Μα, δεν έχω λεφτά.

-        Τόσο το καλύτερο. Πήγαινε σε καμιά διαδήλωση κατά του Ιράκ. Θα έχεις μεγάλο σουξέ.

-        Εντάξει, λοιπόν. Αλλά θα έρθω αύριο.

-        Ναι, εντάξει. Α, και μην βγεις από το μπαλκόνι. Βγες από την πόρτα κανονικά. Μην πάρεις το ασανσέρ, γιατί έχει χαλάσει.

Πράγματι, με βαριά βήματα, ο Χαρούλης πήρε το δρεπάνι του, πέρασε το διάδρομο, και αφού βγήκε στο χωλ, άκουσα την πόρτα να κλείνει. Έτρεξα να προλάβω να του πω να προσέχει γιατί ο Κωστάκης συχνά κατουράει στις σκάλες. Μόλις άνοιξα την εξώπορτα άκουσα έναν εκκωφαντικό θόρυβο και μια σπαραχτική κραυγή. Έκλεισα την πόρτα, ανακουφισμένος που δε θα χρειαζόταν να φωνάξω, και κάθισα στην δερμάτινη καρέκλα.

Μετά από καμιά ώρα, χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξα και δεν πίστευα στα μάτια μου: Δύο ασπροντυμένοι άντρες, αυτή τη φορά, που κρατούσαν ένα άσπρο ύφασμα, πολύ κακοραμμένο. Αυτοί με πήραν και μ’ έφεραν εδώ, δεσποινίς Στρουμφίτα μου, και να το πιστέψετε αυτό που σας λέω.

 Κων-νος Παπανικολάου

 



([1])      Sir Leonard Woolley (17 Απρ. 1880 – 20 Φεβ. 1960). Ένας από τους πρώτους «μοντέρνους» αρχαιολόγους. Ενώ οι προκάτοχοί του Paul-Émile Botta, Austen Henry Layard και Hormuzd Rassam είχαν τη φιλοδοξία να φέρουν στο φως θεαματικά ευρήματα το συντομότερο δυνατό, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ακριβή καταγραφή της θέσης των μικρών ευρημάτων για να μπορέσει να αναθέσει τους όσο το δυνατόν ακριβέστερα. Αφιέρωσε πολύ χρόνο εκπαιδεύοντας το τοπικό προσωπικό του στο πώς να σκάβουν χωρίς να μετακινούν ευρήματα, πώς να στήνουν γρήγορα ένα στέγαστρο όταν μια νεροποντή απειλεί να γεμίσει λάσπη στο χώρο της ανασκαφής, πώς να αναγνωρίζουν τις χαλασμένες ξύλινες ράβδους από τις τρύπες, τις ψάθες από καλάμια, τις κυματιστές γραμμές λευκής σκόνης που αποκαλύπτονται. Μόνο δύο χιλιάδες τάφοι σκάφτηκαν και καταγράφηκαν ευσυνείδητα εν όψει της συνοικίας του ναού της Ur, μέχρι που πέντε χρόνια αργότερα, το 1927, επέστρεψε ο ίδιος στη συνοικία του ναού, την οποία είχε ήδη αναγνωρίσει το 1922 για να ανασκάψει τους τάφους του βασιλιά και του πρίγκιπα. Ως επικεφαλής της ανασκαφής, ο Woolley θεωρούνταν ιδιοφυΐα από τη μια, αλλά και τύραννος από την άλλη. Οι μεγάλες δυνάμεις της φαντασίας του τον βοήθησαν να ανακατασκευάσει τις ανασκαφές. https://en.wikipedia.org/wiki/Leonard_Woolley

([2])      Thomas Wolsey (Μάρ. 1473 – Νοεμ. 1530). Άγγλος αρχιεπίσκοπος, διπλωμάτης και καρδινάλιος της Καθολικής Εκκλησίας. Όταν ο Ερρίκος Η' έγινε βασιλιάς της Αγγλίας το 1509, ο Γούλσεϋ έγινε o ελεοδότης του βασιλιά. Ο Γούλσεϋ ήταν σε ευημερία και μέχρι το 1514 είχε γίνει η κεντρική φιγούρα σχεδόν σε όλα τα ζητήματα του κράτους. Κατείχε επίσης σημαντικές εκκλησιαστικές θέσεις, όπως η Αρχιεπισκοπή της Υόρκης – ο δεύτερος πιο σημαντικός ρόλος στην αγγλική εκκλησία – και η παπική εκπροσώπηση. Ο διορισμός του ως καρδιναλίου από τον Πάπα Λέοντα Ι' το 1515, του έδωσε προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων Άγγλων κληρικών. Η υψηλότερη πολιτική θέση που κατείχε ποτέ ο Γούλσεϋ ήταν Λόρδος Καγκελάριος, ο επικεφαλής σύμβουλος του Βασιλιά (επισήμως, καθώς ο διάδοχός και μαθητής του Τόμας Κρόμγουελ δεν ήταν επισήμως σύμβουλος του Βασιλιά). Από αυτήν τη θέση απολάμβανε μεγάλη ελευθερία και συχνά απεικονιζόταν ως "alter Rex" (άλλος βασιλιάς).

([3])      Edmond Hoyle (2 Ιουλ. 1671 - 29 Αυγ. 1769). Άγγλος συγγραφέας, ίσως ο πρώτος τεχνικός συγγραφέας σε παιχνίδια καρτών. Τα γραπτά του σχετικά με τους νόμους του σφυρίσματος οδήγησαν στην κοινή φράση «σύμφωνα με τον Hoyle», που σημαίνει πλήρη συμμόρφωση με καθολικά αποδεκτούς κανόνες και έθιμα. Η ζωή του Hoyle πριν από το 1741 είναι άγνωστη, αν και λέγεται ότι κλήθηκε στο μπαρ. Για τη χρήση των μαθητών στους οποίους άρχισε να διδάσκει εκείνη τη χρονιά, ετοίμασε το A Short Treatise on the Game of Whist (1742), το οποίο πέρασε από 13 εκδόσεις κατά τη διάρκεια της ζωής του. Οι αναθεωρημένοι νόμοι του 1760 παρέμειναν έγκυροι μέχρι το 1864, όταν οι λέσχες σφυρίσματος του Άρλινγκτον και του Πόρτλαντ στο Λονδίνο υιοθέτησαν έναν νέο κώδικα. Οι γαλλικές και γερμανικές μεταφράσεις της Σύντομης Πραγματείας εμφανίστηκαν για πρώτη φορά το 1764 και το 1768, αντίστοιχα. Η κωδικοποίηση του Hoyle των νόμων και της στρατηγικής του τάβλι (1743) εξακολουθεί να ισχύει σε μεγάλο βαθμό. Έγραψε επίσης πραγματείες για το σκάκι (1761) και άλλα παιχνίδια. Εξοικειωμένος με τους νόμους των πιθανοτήτων, επισύναψε σε ένα από τα βιβλία του έναν πίνακα ζωής για προσόδους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: