Και το μεν σώμα του, το φθαρτό, κατέληξε
εκεί όπου όλα τα φθαρτά καταλήγουν, το πνεύμα του όμως βρίσκεται μετά των πνευμάτων,
η δε μνήμη του -- οι αναμνήσεις που όλοι μας έχουμε
-- θα μείνουν μαζί μας, για να γλυκαίνουν την πίκρα της απουσίας του.
Δεν θα αναφερθώ στα καλά του.
Όσοι τον γνώρισαν, όσοι δούλεψαν μαζί του και κυρίως, όσοι τον έζησαν,
γνωρίζουν πολύ καλύτερα το ποιός πραγματικά υπήρξε ο κεκοιμημένος.
Ξεκίνησε τη ζωή του δύσκολα. Όταν
οι συνομήλικοι και οι συμμαθητές του απ’ το Γυμνάσιο χαίρονταν την φοιτητική
ζωή, ο Δημήτρης διάλεξε
την ζωή του Ευέλπιδος.
Ως Αξιωματικός ήταν κάθε στιγμή το παράδειγμα για τους υφισταμένους του και η
μοναδική αγωνία του ήταν πάντα, τα παλικαράκια που του εμπιστεύονταν η Πατρίδα
να τα επιστρέψει τουλάχιστον όπως τα έστελναν οι μανούλες τους, αν όχι
καλύτερα.
Όπου υπηρέτησε γινόταν αμέσως
αγαπητός τόσο μέσα στο Στράτευμα όσο και στην Κοινωνία. Κι αυτή η αγάπη και ο
σεβασμός στο πρόσωπό του, κορυφώθηκαν στο τελείωμα της καριέρας του όταν
τοποθετήθηκε στην Καστοριά ως Ανώτατος Διοικητής Φρουράς, από όπου και
αποστρατεύτηκε.
Οι συντοπίτες του τον λάτρευαν κι
αυτός, πάντα προσπαθούσε να κρατήσει όσο μπορούσε πιο ψηλά την ιδέα του
Στρατού, ακόμα και σαν απόστρατος.
Κανείς δεν τον άκουσε ποτέ να
παραπονεθεί για την αποστρατεία του κι ας πίστευαν, όλοι όσοι τον γνώριζαν, ότι
θα έφθανε πολύ, πάρα πολύ ψηλά.
Αυτός ήταν ο Δημήτρης. Ένας άνθρωπος που η
καρδιά του χωρούσε τον κόσμο όλο, ένας εξαίρετος Αξιωματικός, ένας θαυμάσιος
πατέρας. Ποτέ δεν απέφυγε τον αγώνα. Ήταν εκεί σε κάθε κάλεσμα και κάθε
πρόκληση για να δώσει τα πάντα, χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς αποκλεισμούς και
αρκετές φορές σε βάρος της δικής του ζωής. Δεν απέστρεψε ποτέ το βλέμμα του,
δεν γύρισε ποτέ την πλάτη του ακόμη και σ’ αυτούς που του το έκαναν. Ποτέ δεν
εγκατέλειψε, μέχρι που τον κάλεσε ο Πανάγαθος.
Πολλοί έχουμε μέσα μας ένα
τεράστιο . . . ΓΙΑΤΙ !
Ένα ερώτημα χωρίς απάντηση στους
αιώνες που πέρασαν και σ’ αυτούς που θα ‘ρθουν. «ὄντως φοβερώτατον τό τοῦ θανάτου
μυστήριον» γιατί, «Ἐπελθὼν
ὁ θάνατος πάντα ἐξηφάνισται». Όμως, τον θάνατο τον ορίζει ο Θεός.
Προσήλθαμε λοιπόν, απλά και ταπεινά,
στην τελευταία μας συνάντηση με τον Δημήτρη Σύρμο, για να καταθέσουμε φόρο τιμής, να προσευχηθούμε,
και να παρακαλέσουμε τον Θεό: «Τὸ μὲν σῶμα αὐτοῦ εἰς τὰ ἐξ ὢν
συνετέθη διάλυσον, τὴν δὲ ψυχὴν ἐν σκηναῖς δικαίων τάξαι, ἐν κόλποις
Ἀβραὰμ ἀναπαύσαι καὶ μετὰ δικαίων συναριθμήσαι».
Κι εμείς – εμείς που μείναμε πίσω
– θα μάθουμε να ζούμε με την απουσία του, να τον θυμόμαστε, και σαν Χριστιανοί,
δια του Αγίου Θυσιαστηρίου, να επικοινωνούμε μαζί του, και στην προσευχή μας να
παρακαλούμε τον Πανάγαθο: «μετὰ τῶν ἁγίων ἀνάπαυσον τὴν
ψυχὴν τοῦ δούλου Σου».
Η Τάξη 1973 της Σχολής Ευελπίδων
αποχαιρετούμε τον κεκοιμημένο συμμαθητή και φίλο Δημήτρη Σύρμο και ευχόμαστε το «Γαῖαν
ἔχοι ἐλαφρὰν».
Στην οικογένεια του και στους αγαπημένους του ευχόμαστε
την «ἀπὸ
Θεοῦ παρηγορίαν».
Κώστας Παπανικολάου
Έφυγες έτσι ξαφνικά, χωρίς να πεις ούτε ένα γεια
αγάπες ,μίση, μοναξιά,για να περάσουνε στη λησμονιά
κοιμήθηκες ήσυχα γλυκά,με τα ακουστικά να σε καλούν
σε ραντεβού στον ουρανό,με τους αγγέλους να μιλούν
για μια ψυχή χρυσή, αγαπητή, που έσβησε γλυκά
και να ζητούν οι πίκρες και οι καημοί σου να ξεχαστούν.
Τα μάτια δάκρισαν όλων μας την στιγμή που έφυγες
σε κόσμο μαγικό, για ταξίδι πολύ μακρινό.
κοίταξα ψηλά, έψαξα στα σύννεφα μήπως ξαναδώ
το χαμόγελό το ζεστό,αυτό που πάντα συνόδευει
το πρόσωπό σου,το αγαπητό,το σεμνό, το αγνό.
Aγαπητέ συμμαθητή μας Δημήτρη
κοιμήσου ήσυχα γλυκά τον ύπνο τον στερνό σου
και εμείς από εδώ κάτω θα θυμόμαστε
τον άδικο, τον ξαφνικό και γρήγορο χαμό σου
θα είσαι εδώ, θα είσαι παρών στην τάξη του 73
στην σκέψη μας θα βρεις φωλιά, αιθέρια παρουσία.
ΑΠΩΛΕΙΑ
ΣΥΜΜΑΘΗΤΟΥ
Έφυγες έτσι ξαφνικά, χωρίς να πεις ούτε ένα γεια
αγάπες ,μίση, μοναξιά,για να περάσουνε στη λησμονιά
κοιμήθηκες ήσυχα γλυκά,με τα ακουστικά να σε καλούν
σε ραντεβού στον ουρανό,με τους αγγέλους να μιλούν
για μια ψυχή χρυσή, αγαπητή, που έσβησε γλυκά
και να ζητούν οι πίκρες και οι καημοί σου να ξεχαστούν.
Τα μάτια δάκρισαν όλων μας την στιγμή που έφυγες
σε κόσμο μαγικό, για ταξίδι πολύ μακρινό.
κοίταξα ψηλά, έψαξα στα σύννεφα μήπως ξαναδώ
το χαμόγελό το ζεστό,αυτό που πάντα συνόδευει
το πρόσωπό σου,το αγαπητό,το σεμνό, το αγνό.
Aγαπητέ συμμαθητή μας Δημήτρη
κοιμήσου ήσυχα γλυκά τον ύπνο τον στερνό σου
και εμείς από εδώ κάτω θα θυμόμαστε
τον άδικο, τον ξαφνικό και γρήγορο χαμό σου
θα είσαι εδώ, θα είσαι παρών στην τάξη του 73
στην σκέψη μας θα βρεις φωλιά, αιθέρια παρουσία.
Λάζαρος – Κίμων Μπερβερίδης