25 Φεβ 2024

                             ΟΙ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΙ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΑ

Α.1.___ Ο ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ_ 4

Α.2.      ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΣΤΟΥΣ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΥΣ 8

Α.3.      ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΜΟΝΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΥΣ 11

ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΦΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΥΣ ΣΤΟ ΣΩΚΡΑΤΗ_ 13

Β.1.      ΟΡΦΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΥΘΑΓΟΡΙΣΜΟΣ 13

Β.2.      Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ_ 15

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ_ 17

Γ.1.       ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ_ 17

Γ.2.       Η ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ_ 21

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 24

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ_ 24

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Με την παρούσα εργασία επιχειρώ να εξετάσω διεξοδικά και όσο μπορώ συνοπτικά, την επίδραση που άσκησαν οι Πυθαγόρειοι στη διαμόρφωση της Πλατωνικής φιλοσοφικής σκέψης.

Επειδή ο ιδρυτής της σχολής του Πυθαγορισμού, ο Πυθαγόρας, δεν άφησε πίσω του γραπτά κείμενα, κρίνονται εξαιρετικά δύσκολες, η καταγραφή της δράσης του καθώς και η διατύπωση της διδασκαλίας του στις πραγματικές τους διαστάσεις. Ωστόσο, επιχειρείται αρχικά η προσέγγιση αυτών και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι τομείς οι οποίοι επηρέασαν και διεύρυναν φιλοσοφικά την κοσμοαντίληψη ενός μεταγενέστερου φιλοσόφου, του Πλάτωνα.

Σε πολλούς από τους διαλόγους του Πλάτωνα εμφανίζονται μοτίβα και ιδέες οι οποίες αντλούν το υλικό τους από Πυθαγόρειες αντιλήψεις. Χαρακτηριστικές είναι οι δύο μοναδικές ονομαστικές αναφορές του Πλάτωνα στον Πυθαγόρα και στους Πυθαγόρειους, μέσα από τις οποίες γίνονται αντιληπτά τα πεδία δράσης των Πυθαγόρειων τα οποία μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο βασικές κατηγορίες. Όπως προκύπτει από τα παρακάτω αποσπάσματα, η πρώτη κατηγορία καλύπτει τη σφαίρα της ηθικής και έχει θρησκευτικό περιεχόμενο ενώ η δεύτερη, περιέχοντας εντονότερα το στοιχείο του ορθολογισμού, αφορά τη σύζευξη φιλοσοφίας και επιστήμης.

Πλάτων, Πολιτεία, 600 a9-b15:

Ἀλλά δή εἰ μή δημοσίᾳ, ἰδία τισὶν ἡγεμών παιδείας αὐτός ζῶν λέγεται Ὃμηρος γενέσθαι, οἵ ἐκεῖνον ἠγάπων ἐπί συνουσίᾳ καί τοῖς ὑστέροις ὁδόν τινά παρέδοσαν βίου Ὁμηρικήν, ὥσπερ Πυθαγόρας αὐτός τέ διαφερόντως ἐπί τούτῳ ἠγαπήθη, καί οἱ ὓστεροι ἔτοι καί νῦν Πυθαγόρειον τρόπον ἐπανομάζοντες τοῦ βίου διαφανεῖς πῃ δοκοῦσιν εἶναι ἐν τοῖς ἂλλοις;

Πλάτων, Πολιτεία, 530d:

Κινδυνεύει, ἒφην, ὡς πρός ἀστρονομίαν ὂμματα πέπηγεν, ὡς πρός ἐναρμόνιον φοράν ὦτα παγῆναι, και αὗται ἀλλήλων ᾀδερφαί τινες αἱ ἐπιστῆμαι εἶναι, ὡς οἵ τε Πυθαγόρειοί φασι καί ἡμεῖς, ὦ Γλαύκων, συγχωροῦμεν.

Είναι γενικά αποδεκτό πως η μεταφυσική του Πλάτωνα έχει δεχθεί την πυθαγόρεια επίδραση, η οποία γίνεται αντιληπτή σε πολλούς πλατωνικούς διαλόγους όπως για παράδειγμα στον Φαίδωνα όπου προβάλλεται μια πυθαγόρεια εκδοχή για την τύχη της ψυχής. Χαρακτηριστική είναι επίσης η εμμονή και η αδυναμία του Πλάτωνα στην επιστήμη των μαθηματικών η οποία συνιστά και το σημαντικότερο πεδίο δράσης των Πυθαγορείων.

Ως προς τη δομή αυτής της εργασίας, την έχω αρθρώσει σε τρία κεφάλαια (Α’, Β’, και Γ’).

Στο Α’ κεφάλαιο με τίτλο «Η φιλοσοφική σκέψη του Πυθαγόρα» συμπεριέλαβα τη φιλοσοφική πορεία του Πυθαγόρα, τα βασικά σημεία της φιλοσοφίας του και τη θέση που καταλαμβάνουν σ’ αυτήν, οι αριθμοί και η έννοια της αρμονίας. Έτσι, στο κεφάλαιο αυτό ανέπτυξα τρείς ενότητες (υποκεφάλαια): «Ο Πυθαγόρας και η σχολή του», «Οι αριθμοί στους Πυθαγόρειους» και «Η αρμονία των Πυθαγορείων».

Στο Β’ κεφάλαιο με τίτλο «Από τον ορφισμό και τους Πυθαγόρειους στο Σωκράτη» ανέπτυξα δύο ενότητες (υποκεφάλαια), τον Ορφισμό και Πυθαγορισμό όπου τονίζω την σύνδεση των απόψεων της ορφικής παράδοσης με την πυθαγόρεια διδασκαλία και την επιδραση του Σωκράτη στον Πλάτωνα όπου αναφέρω τις  φιλοσοφικές απόψεις του Σωκράτη και πώς αυτές επέδρασαν στη διαμόρφωση του φιλοσοφικού συστήματος του Πλάτωνα.

Στο Γ’ κεφάλαιο, «Η φιλοσοφική σκέψη στον Πλάτωνα» ανέπτυξα δύο υποενότητες με την πρώτη να αναφέρεται στην θεωρία του Πλάτωνα για τις ιδέες και τους αριθμούς, και στην δεύτερη να αναφέρεται στις απόψεις του Πλάτωνα για την αθανασία της ψυχής και, παράλληλα, στις επιδράσεις που δέχτηκε η Πλατωνική φιλοσοφίας από τον Πυθαγορισμό. Τέλος, ακολουθεί ο επίλογος.

Στις σελίδες που ακολουθούν προσπάθησα διεξοδικά και περιεκτικά να συλλέξω τα κύρια σημεία των αμέτρητων σελίδων που γράφηκαν από διακεκριμένους παγκοσμίως μελετητές, Έλληνες και ξένους από το 1956 μέχρι σήμερα (2012).


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΑ

Α.1.  Ο ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ

Ο Πυθαγόρας γεννήθηκε στη Σάμο γύρω στο 570 π.Χ. Σε ηλικία περίπου σαράντα ετών, κατέφυγε στον Κρότωνα της κάτω Ιταλίας, προκειμένου να απαλλαγεί από το καταπιεστικό καθεστώς που είχε επιβάλλει στο νησί ο τύραννος Πολυκράτης. Στον Κρότωνα κατάφερε να δημιουργήσει μια αυστηρά οργανωμένη φιλοσοφική, πολιτική και θρησκευτική κοινότητα. Η διδασκαλία στη σχολή του Πυθαγόρα γινόταν με προφορικό και μυστικιστικό τρόπο, γεγονός που δυσχεραίνει την ακριβή γνώση των θεωριών του [1]. Απαραίτητες προϋποθέσεις για να γίνει κανείς μέλος της σχολής των Πυθαγορείων, ήταν η αυτοπειθαρχία, ο όρκος σιωπής και η συμμόρφωση στα «ακούσματα», μια σειρά από κανόνες συμπεριφοράς στους οποίους έπρεπε να συμμορφώνονται όλα τα μέλη [2].

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τα ακούσματα ή αλλιώς τα σύμβολα όπως ονομάζονταν, επέβαλαν έναν αυστηρά οργανωμένο τρόπο ζωής και διέκριναν τους Πυθαγόρειους από όσους δεν ήταν μέλη της πυθαγόρειας σχολής. Τα ακούσματα αφορούσαν ενδυματολογικές απαγορεύσεις αλλά και διατροφικές. Έπρεπε οι Πυθαγόρειοι μεταξύ των άλλων να μην τρέφονται με κάποια είδη ψαριών που θεωρούνταν ιερά και να μην τρώνε τα κουκιά [3] . Ο Αριστοτέλης στο έργο του που αναφέρεται στους Πυθαγόρειους, σχολιάζει την εντολή της αποχής από τα κουκιά και υποστηρίζει πως αυτή είναι αποτέλεσμα είτε της ομοιότητας τους με τα απόκρυφα μέρη είτε με τις πύλες του Άδη είτε με τη φύση του σύμπαντος. Ακόμη, τα χαρακτήρισε και «ολιγαρχικά» [4] επειδή οι άρχοντες κληρώνονται μ’ αυτά, αιτιολογία που δεν πείθει και τόσο αν λάβει κανείς υπόψη του τις πολιτικές πεποιθήσεις του Αριστοτέλη.

Έκπληξη πάντως προκαλεί το γεγονός ότι δεν απέκλειαν από τις διατροφικές τους συνήθειες το κρέας, δεδομένου ότι για τους μεταγενέστερους πυθαγόρειους, το δόγμα της μετεμψύχωσης είναι άρρητα συνδεδεμένο με την χορτοφαγία. Ωστόσο, τον 5ο αιώνα τίποτα δεν μαρτυρεί πως οι Πυθαγόρειοι είναι εναντίον της θυσίας των ζώων. Ίσως και επειδή η θυσία των ζώων αποτελούσε τελετουργική πρακτική της θρησκείας των ελληνικών πόλεων, σκόπιμα ο Πυθαγόρας να απέφυγε την συγκεκριμένη απαγόρευση [5].

Ο Πλούταρχος συγκεκριμένα αναφέρει, πως ο Αριστοτέλης υποστηρίζει, ότι οι Πυθαγόρειοι δεν έτρωγαν τη μήτρα και τη καρδιά των ζώων, ούτε κάποια είδη ψαριών αλλά έτρωγαν όλα τα υπόλοιπα [6].

Ορισμένα ακούσματα φαίνεται να έχουν συμβολικό περιεχόμενο, όπως προδίδει και η δεύτερη ονομασία τους και η ερμηνεία τους δεν είναι πάντα απλή υπόθεση. Πρόκειται για μια σειρά από εντολές ηθικολογικής φύσης που αφορούσαν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Ένας Πυθαγόρειος όφειλε να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του βάσει ενός κώδικα τιμής. Ο κώδικας αυτός περιλάμβανε ηθικές αξίες όπως ο σεβασμός στην οικογένεια, η ευσέβεια και η κοινοκτημοσύνη [7].

Μια εξήγηση για τον τρόπο ζωής των Πυθαγορείων, ο οποίος βρισκόταν σε πλήρη εξάρτηση από πλήθος απαγορεύσεων και περιορισμών, σχετίζεται με μια βασική τους πεποίθηση. Πίστευαν πως οι πράξεις των ανθρώπων υπόκεινται σε διαρκή έλεγχο από τους θεούς, οι οποίοι αμείβουν και τιμωρούν ανάλογα με την περίπτωση [8].

Οι Πυθαγόρειοι διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: σε «μαθηματικούς» και «ακουσματικούς». Οι μαθηματικοί φαίνεται πως είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους σε επιστήμες όπως η γεωμετρία, η αστρονομία και η μουσική ενώ το ενδιαφέρον των ακουσματικών στρεφόταν κυρίως σε θρησκευτικού και μυστικιστικού τύπου ασχολίες. Κάθε μια από τις δύο αυτές ομάδες, που ήταν ανταγωνιστικές μεταξύ τους, ισχυριζόταν ότι διαφύλαττε την γνήσια διδασκαλία του Πυθαγόρα. Συγκεκριμένα, οι ακουσματικοί διέδιδαν πως οι μαθηματικοί δεν προέρχονταν από τον Πυθαγόρα αλλά από έναν αποστάτη Πυθαγόρειο τον Ίππασο, ο οποίος έζησε τον πέμπτο αιώνα και ασχολήθηκε με τα μαθηματικά και τη φυσική φιλοσοφία [9].

Τα μέλη της σχολής θαύμαζαν και σέβονταν το δάσκαλό τους. Χαρακτηριστικό στοιχείο της αφοσίωσής τους είναι ότι απέδιδαν σ’ αυτόν ανακαλύψεις, στις οποίες ο ίδιος δεν είχε καμμία ανάμειξη[10]. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης αμφισβητεί όσα η ύστερη παράδοση αποδίδει στον Πυθαγόρα αφού δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες που να τα επιβεβαιώνουν. Ο Πυθαγόρας, όπως προκύπτει και από τα παραπάνω, λειτουργούσε ως εγγυητής αξιοπιστίας και εγκυρότητας. Για το λόγο αυτό είναι πολύ πιθανό οι ίδιοι οι μαθητές του να χρησιμοποιούσαν το όνομά του για να προσδώσουν κύρος σε δικές τους θέσεις και πεποιθήσεις.

Επιπλέον, η επιλογή του να μη γράψει θέσεις της διδασκαλίας του, είχε ως αποτέλεσμα τη συγγραφή πλήθους πραγματειών, οι οποίες όμως θεωρούνται σήμερα ψευδεπίγραφα έργα τα οποία γράφτηκαν πολύ μετά το Πυθαγόρα και μικρή σχέση έχουν με την πραγματικότητα [11].

Φαίνεται ότι το όνομα του Πυθαγόρα έχει συνδεθεί και με φαινόμενα μάλλον υπερφυσικά. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι Κροτωνιάτες τον έβλεπαν σαν θεό και τον προσαγόρευαν «Υπερβόρειο Απόλλωνα» ενώ κάποτε λέγεται ότι τον είδαν ταυτόχρονα στο Μεταπόντιο και στον Κρότωνα. Όταν βρισκόταν στο θέατρο στην Ολυμπία, συνεχίζει, έδειξε στους θεατές τον μηρό του και αυτός ήταν χρυσός ενώ κάποια άλλη φορά καθώς περνούσε τον ποταμό Κόσα, το ποτάμι τον χαιρέτησε και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που άκουσαν τον χαιρετισμό. Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα (G.S. Kirk), κατάφερε να προβλέψει την επικείμενη πολιτική αναστάτωση στον Κρότωνα και γι’ αυτό φρόντισε να αποχωρήσει χωρίς να γίνει αντιληπτός. Προκύπτει λοιπόν, ότι στον Πυθαγόρα αποδίδονταν κατορθώματα ανεξήγητα με βάση τη λογική και για το λόγο αυτό, πολλοί ήταν εκείνοι που τον χαρακτήρισαν σαμάνα [12].

Το μεγαλείο του φιλοσόφου όμως, έγκειται στο γεγονός ότι εισηγήθηκε μια διαφορετική αντίληψη για τη μεταθανάτια τύχη του ανθρώπου. Πρόκειται για τη θεωρία της μετεμψύχωσης. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Ξενοφάνη, με τον οποίο ζήσανε την ίδια περίοδο. Σύμφωνα μ’ αυτήν, ο Πυθαγόρας όταν είδε κάποιον να χτυπάει ένα σκυλάκι τον παρακάλεσε να σταματήσει γιατί αναγνώρισε στο κλάμα του την ψυχή ενός φίλου του. Ο Εμπεδοκλής αποδίδει την γνώση και την σοφία του Πυθαγόρα στην ικανότητα του να θυμάται τις προηγούμενες μετενσαρκώσεις του. Πιο διαδεδομένη μοιάζει να είναι η άποψη του Ισοκράτη (Βούσιρις 29) ο οποίος δεν αναφέρει ως αιτία της γνώσης την ανάμνηση των προηγούμενων ζωών αλλά την επιρροή του αιγυπτιακού πολιτισμού στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Αίγυπτο [13]. Ιδιαίτερα εχθρική στάση κρατάει ο Ηράκλειτος ο οποίος καταδικάζει την πολυμάθεια και δηλώνει ειρωνικά ότι αυτή δεν διδάσκει την ευφυΐα γιατί αν συνέβαινε αυτό «θα την είχε διδάξει στον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, καθώς και στον Ξενοφάνη, και τον Εκαταίο» [14].

Το δόγμα της μετεμψύχωσης προϋποθέτει την ιδέα ότι η ψυχή συνεχίζει να υπάρχει μετά το θάνατο άρα είναι αθάνατη. Αθάνατο όμως είναι και το θεϊκό στοιχείο, οπότε προκύπτει πως η ψυχή στην απολυτότητά της αν δεν ταυτίζεται με το θείο, τουλάχιστον σχετίζεται μ’ αυτό. Στη συνέχεια, η ψυχή του ανθρώπου μπορεί να υπάρξει ακόμα και σε ένα ζώο ή φυτό μέχρι να καθαρθεί και να ενωθεί με το σύμπαν. Κατά τους Πυθαγόρειους, η ψυχή του ανθρώπου και η ψυχή του σύμπαντος ταυτίζονται. Οι ψυχές των ανθρώπων αποτελούν τμήματα της θείας ψυχής τα οποία βρίσκονται εγκλωβισμένα σε σώματα θνητά [15] . Στόχος της ψυχής όπως προαναφέρθηκε είναι η κάθαρσή της. Για να επιτευχθεί η κάθαρση κρίνεται αναγκαία η πνευματική άσκηση, ο αυτοέλεγχος και η αυτοκυριαρχία. Το άτομο πρέπει να ζει μια ζωή πνευματική και να μην παρασύρεται από τις αδυναμίες του σώματος το οποίο μπορεί να παρομοιαστεί με φυλακή της ψυχής [16]. Τα ακούσματα, για τα οποία έγινε λόγος σε προηγούμενες σελίδες, συμβάλλουν στην απόκτηση ενός πνευματικού τρόπου ζωής αφού ρυθμίζουν την συμπεριφορά και καθοδηγούν.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι πρώτοι οι Αιγύπτιοι ανέπτυξαν τη δοξασία ότι η ψυχή περιπλανάται για 3.000 χρόνια μπαίνοντας σε κάθε είδους ζώο και μόνο όταν τα συμπληρώσει ξαναμπαίνει σε σώμα ανθρώπινο [17].

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πυθαγόρεια αντίληψη για την επίδραση της μουσικής στην ψυχή. Μέσω της μουσικής δηλαδή θεωρούσαν ότι επιτυγχάνεται ο εξαγνισμός της ψυχής. Η σχέση ψυχής και μουσικής είναι ανάλογη με τη σχέση ιατρικής και σώματος. Η ψυχή χρειάζεται τη μουσική για να πετύχει το στόχο της που δεν είναι άλλος από την κάθαρση. Φυσικά δεν έχουν όλες οι μελωδίες το ίδιο αποτέλεσμα. Οι Πυθαγόρειοι ήταν εκείνοι που ανακάλυψαν ότι ανάλογα με το ρυθμό της μελωδίας προκαλούνται διαφορετικά συναισθήματα [18] . Γίνεται λοιπόν αντιληπτή η παιδαγωγική και ηθική αποστολή που διακρίνει τη μουσική αφού κατορθώνει να δρα ευεργετικά για το ανθρώπινο πνεύμα.

Ακόμη, για τους Πυθαγόρειους, ιδιαίτερη σχέση υπήρχε ανάμεσα στους πλανήτες και την ανθρώπινη ψυχή, στην οποία αποδίδεται και η επαφή των ανθρώπων με το θείο στοιχείο. Στο συγκεκριμένο σημείο είναι έκδηλη η επίδραση ανατολικής προέλευσης ιδεών. Αυτό πάντως που έχει ιδιαίτερη αξία είναι ο παραλληλισμός της ανθρώπινης ψυχής με τη κοσμική αρμονία [19]. Κατά τους Πυθαγόρειους, αρμονία υπάρχει και στη ψυχή του ανθρώπου, η οποία όμως διαταράσσεται εξαιτίας της επαφής της με το σώμα ενώ η ισορροπία αποκαθίσταται με τη μουσική μέσω της οποίας επέρχεται η ψυχική ηρεμία.

Λέγεται ότι πρώτος ο Πυθαγόρας ονόμασε το σύμπαν «κόσμο», λέξη που συμβολίζει την οργάνωση και την τάξη και εμπεριέχει την έννοια της αρμονίας. Αν λοιπόν υπάρχει στον κόσμο αρμονία, τότε θα υπάρχει και στην ψυχή κάθε ανθρώπου και αυτήν ακριβώς την κατάσταση αρμονίας επιδιώκει η ψυχή [20].

Η θεωρία για την αρμονία των σφαιρών αποδίδεται στους Πυθαγόρειους και βασίζεται στην πεποίθησή τους ότι όπως τα διαστήματα της μουσικής κλίμακας έτσι και οι συμπαντικοί νόμοι, εκφράζονται με αριθμητικές αναλογίες [21]. Ονομάστηκε έτσι εξαιτίας των ήχων που παράγονται απ’ τα ουράνια σώματα. Θεωρούσαν πως στο κέντρο του σύμπαντος βρισκόταν η γη και από κάθε πλανήτη προερχόταν μία διαφορετική μελωδία, η οποία δεν γινόταν αντιληπτή από τους ανθρώπους. Παραδίδεται ωστόσο στις πηγές, ότι εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα αποτελούσε ο ίδιος ο Πυθαγόρας εξαιτίας του ενάρετου βίου του. Σύμφωνα με τον Άγιο Αυγουστίνο, οι άνθρωποι μόνο λίγο πριν πεθάνουν αντιλαμβάνονται τους ήχους των πλανητών οι οποίοι αποκαλύπτουν τα μυστικά του σύμπαντος [22].

Αναφορικά με την παραπάνω άποψη, προκύπτουν σοβαρά ερωτηματικά σχετικά με το λόγο αδυναμίας της ακοής της μουσικής των αστρικών σωμάτων. Για τον Αρχύτα, εκπρόσωπο του πυθαγορισμού, η αδυναμία αυτή έγκειται στην ίδια την ανθρώπινη φύση και αφορά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών των ήχων.

Μπορεί να μη γίνονται αντιληπτοί άλλοτε εξαιτίας της μεγάλης απόστασης των πλανητών από τη γη και άλλοτε λόγω της αυξημένης έντασης του ήχου. Ο Αριστοτέλης πάντως, αποδίδει το φαινόμενο στη συνήθεια. Καθώς, εξηγεί, από τη στιγμή που γεννιόμαστε ακούμε ασταμάτητα τον ίδιο ήχο, δεν είμαστε σε θέση να τον διακρίνουμε [23].

Οι Πυθαγόρειοι όντας δυϊστές, κατέγραφαν τα πράγματα σε δύο στήλες, τα καλά και τα κακά. Ορισμένοι Πυθαγόρειοι ισχυρίζονταν ότι οι βασικές αρχές των όντων είναι δέκα, όπως μαρτυρεί και ο Αριστοτέλης: ἕτεροι δέ τῶν ἀυτῶν τούτων τας ἀρχάς δέκα λέγουσιν εἶναι τάς κατά συστοιχίαν λεγομένας, πέρας [καί] ἄπειρον, περιττόν [καί] ἄρτιον, ἕν [καί] πλῆθος, δεξιόν [καί] αριστερόν, ἄρρεν [καί] θῆλυ, ἠρεμοῦν [καί] κινούμενον, εὐθύ [καί] καμπύλον, φῶς [καί] σκότος ἀγαθόν [καί] κακόν, τετράγωνον [καί] ἑτερόμηκες (Μετά τα φυσικά. 986a [24].

Προέκυπταν δηλαδή τα εξής αντιθετικά ζεύγη:

 

1

πέρας

άπειρο

2

περιττό

άρτιο

3

ένα

πλήθος

4

δεξιό

αριστερό

5

αρσενικό

θηλυκό

6

ακίνητο

κινούμενο

7

ευθύ

καμπύλο

8

φως

σκοτάδι

9

αγαθό

κακό

10

τετράγωνο

ετερομήκες

 

Οι Πυθαγόρειοι επέλεξαν να είναι δέκα (10) οι αρχές, ίσως εξαιτίας της πεποίθησής τους ότι ο αριθμός δέκα συμβολίζει την απόλυτη πραγματικότητα, η οποία περιγράφεται αναλυτικότερα στο επόμενο κεφάλαιο. Πάντως όπως προκύπτει από τα ζεύγη των αντιθέτων, το πρώτο σκέλος κάθε ζεύγους παραπέμπει σε μια θετική ιδιότητα ενώ το δεύτερο σε μια αρνητική. Για το λόγο αυτό χρειάζεται να επέλθει η αρμονία ως συνύπαρξη αντιθέτων [25].

Η δυαδική μορφή των αντιθέσεων βρήκε σύμφωνο τον Αλκμαίωνα τον Κροτωνιάτη, ο οποίος εξαιτίας της καταγωγής του ήρθε σε επαφή με τους Πυθαγόρειους. Ο Αλκμαίων ανέφερε ορισμένα ζεύγη αντιθέτων όπως για παράδειγμα το μεγάλο και το μικρό, το αγαθό και το κακό αλλά υστερεί συγκριτικά με τους Πυθαγόρειους γιατί ούτε συγκεκριμένο αριθμό αρχών έδωσε ούτε ποιες είναι ανέφερε. Δεδομένου πάντως του ότι οι Πυθαγόρειοι θεωρούν αυτά τα στοιχεία συστατικά της ουσίας, ο Αριστοτέλης θεωρεί πιθανότερο να τα συνέλαβαν με τη μορφή της ύλης [26].

Ο πρώτος πυθαγορισμός είναι ξακουστός και για την πολιτική του ιστορία. Η πυθαγόρεια σχολή λίγο μετά την ίδρυση της ανέλαβε τη διακυβέρνηση του Κρότωνα και άσκησε κατά γενική ομολογία αντιδημοκρατική πολιτική. Το 510 π.Χ., ο Κρότωνας με την προτροπή του Πυθαγόρα, κινήθηκε εναντίον της Σύβαρης της οποίας το πολίτευμα ήταν δημοκρατικό και την κατέστρεψε. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Πυθαγόρειοι κυβέρνησαν διάφορες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας ώσπου γύρω στο 500 π.Χ. μία δημοκρατική επανάσταση ανέτρεψε την κυβέρνηση της αδελφότητας στον Κρότωνα και έτσι ο Πυθαγόρας αναγκάστηκε να καταφύγει στο Μεταπόντιο, όπου λίγο αργότερα πέθανε εκούσια στο ναό των Μουσών από ασιτία [27].

Το γεγονός ότι επέλεξε να βάλει τέλος στη ζωή του στο ναό των Μουσών δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Ένα απόσπασμα του Τίμαιου από τον Πορφύριο αναφέρει πως η κόρη του Πυθαγόρα πριν παντρευτεί, ήταν αρχηγός των κοριτσιών ενώ η σύζυγος του ήταν η αρχηγός των γυναικών και το σπίτι τους ήταν γνωστό ως το ιερό της Δήμητρας ενώ στην οδό που έμεναν την ονόμαζαν «οδό των Μουσών». Επίσης, σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο, μετά από προτροπή του Πυθαγόρα, οι Κροτωνιάτες ίδρυσαν ένα ιερό των Μουσών και τους συμβούλευσε να μη λατρεύουν χωριστά την κάθε Μούσα αλλά να καθιερώσουν την ενιαία λατρεία των Μουσών ως ένδειξη ομόνοιας και αρμονίας [28].

Ο Ιάμβλιχος αναφέρει κι αυτός με τη σειρά του μια μαρτυρία του Αριστόξενου, μαθητή του Αριστοτέλη και μουσικό με καταγωγή από τον Ακράγαντα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, ο Πυθαγόρας αναγκάστηκε να μεταβεί στο Μεταπόντιο εξαιτίας του Κύλωνα. Ο Κύλωνας, ευγενής στην καταγωγή, αποφάσισε να ασπαστεί τον Πυθαγόρειο τρόπο ζωής και όταν ο Πυθαγόρας τον απέρριψε εξαιτίας της βίαιης συμπεριφοράς του, αυτός για να τον εκδικηθεί, προέβη σε μια σειρά από εχθρικές ενέργειες οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την οριστική αποχώρηση του φιλοσόφου [29].

Όπως και να ‘χει, ακόμα και μετά τον θάνατο του ιδρυτή της σχολής, ο πυθαγορισμός ως φιλοσοφικό ρεύμα δεν έχασε την αίγλη του. Ιδρύθηκαν σχολές Πυθαγορείων και αλλού, όπως για παράδειγμα στον Τάραντα από τον Αρχύτα και στη Θήβα από το Φιλόλαο [30].

Άλλοι σημαντικοί εκπρόσωποι της πυθαγόρειας φιλοσοφίας ήταν ο Πέτρων, ο Ίππατος, ο Ικέτας και ο Έκφαντος, των οποίων η δράση τοποθετείται στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 6ου και του 4ου αιώνα π.Χ. [31]. Στη συνέχεια ο πυθαγορισμός παύει να υπάρχει ως φιλοσοφικό ρεύμα, για να αναγεννηθεί κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. ως νέο-πυθαγορισμός, κέντρο του οποίου ήταν η Αλεξάνδρεια [32].

Α.2.  ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΣΤΟΥΣ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΥΣ

Πρώτοι οι Πυθαγόρειοι, πριν τους φυσικούς και ατομικούς φιλοσόφους, ασχολήθηκαν με τα μαθηματικά και τα ανέπτυξαν[33]. Από τον Αριστοτέλη πληροφορούμαστε ότι για τους Πυθαγόρειους, η φύση ερμηνεύεται αριθμητικά και την ουσία των όντων αποτελούν οι αριθμοί: Φαίνονται δή καί οὕτοι τόν αριθμόν νομίζοντες ἀρχήν εἶναι καί ὡς ὕλην τοῖς οὖσιν καί ὡς πάθη τε και ἕξεις, τοῦ δέ ἀριθμοῦ στοιχεῖα τό τε ἂρτιον καί τό περιττόν, τούτων δέ τό μέν πεπερασμένον τό δέ ἂπειρον, τό δ’ ἕν ἐξ ἀμφοτέρων εἶναι τούτων (καί γάρ ἄρτιον εἶναι καί περιττόν), τόν δ’ ἀριθμόν ἐκ τοῦ ἑνός, ἀριθμούς δε, καθάπερ εἴρηται, τόν ὅλον οὐρανόν (Μετά τα φυσ., 986a15).

Φαίνεται λοιπόν ότι και αυτοί πιστεύουν ότι ο αριθμός είναι αρχή με δύο τρόπους: ως ύλη των όντων και ως αυτό που καθορίζει τις ιδιότητες και τις συνήθειες στα όντα. Στοιχεία του αριθμού είναι το άρτιο και το περιττό, όπου το περιττό είναι πεπερασμένο και το άρτιο είναι άπειρο. Το ένα συνίσταται και από τα δύο, καθώς είναι και άρτιο και περιττό. Ο αριθμός προέρχεται από το ένα ενώ όπως είπαμε, οι αριθμοί συνιστούν την ολότητα του ουρανού [34].

Όπως προκύπτει από το παραπάνω απόσπασμα, οι αριθμοί είναι υλικές αρχές των όντων και στοιχεία των αριθμών είναι το περιττό και το άρτιο τα οποία ανάγονται στο πέρας και το άπειρο. Τα στοιχεία των αριθμών είναι στοιχεία των όντων [35] άρα οι αριθμοί δεν αποτελούν αυθύπαρκτες υπάρξεις αλλά συστατικά στοιχεία των όντων. Η μονάδα, που συνιστά την πρώτη αρχή των Πυθαγορείων, αποτελεί την αδιαφοροποίητη ενότητα από την οποία προκύπτουν οι αντιτιθέμενες αρχές του ορίου και του απείρου. Ομοιότητα παρουσιάζει η μονάδα ως αρχή των όντων με το αδιαφοροποίητο άπειρο του Αναξίμανδρου [36]. Από το Ένα προέρχεται ο αριθμός [37] ενώ το ίδιο δεν προέρχεται από πουθενά και είναι αδιαίρετο. Ο Ross υποστηρίζει πως σε αντίθεση με τα άγραφα δόγματα του Πλάτωνα, οι αριθμοί παράγονται από τον πρώτο άρτιο και τον πρώτο περιττό δηλαδή από το 2 και το 3. Απλά το 1 εξαιτίας της διττής του φύσης, αποτελεί το σημείο έναρξης [38]. Οι Πυθαγόρειοι ταυτίζουν τα δύο στοιχεία των αριθμών, το άρτιο και το περιττό με το άπειρο και το πεπερασμένο αντίστοιχα. Το Ένα (1) ταυτίζεται με το πέρας (987a17), είναι όμως άρτιο και περιττό (986a19-20).

Ο Αριστοτέλης αναφέρει πως αυτό είναι δυνατό, να είναι δηλαδή η πρώτη μονάδα άρτια και περιττή ταυτόχρονα διότι όταν η μονάδα προστεθεί σε έναν άρτιο αριθμό τον μετατρέπει σε περιττό ενώ όταν προστεθεί σε έναν περιττό τον κάνει άρτιο. Αν δεν εμπεριείχε τις δύο αυτές ιδιότητες δεν θα είχε την ικανότητα της μετατροπής, εξηγεί ο Αριστοτέλης [39]. Ωστόσο, δημιουργούνται ερωτηματικά σχετικά με το σχηματισμό της πρώτης μονάδας τα οποία μένουν αναπάντητα αφού οι Πυθαγόρειοι δεν προβαίνουν σε περαιτέρω επεξηγήσεις.

Όπως προαναφέρθηκε, οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν ατελέστερους τους άρτιους αριθμούς και αυτό συνέβη επειδή επιτρέπουν τη επ’ άπειρον διαίρεση, ενώ τους περιττούς τους εκλάμβαναν ως τελειότερους επειδή παρουσιάζουν ολοκληρωμένη μορφή, η οποία συνιστάται σε αρχή, μέση και τέλος [40].

Τη σχέση ανάμεσα στον αισθητό κόσμο και τους αριθμούς εκφράζει ο Αριστοτέλης με δύο φράσεις: Τα όντα μιμούνται τους αριθμούς και τα όντα ταυτίζονται με τους αριθμούς [41]. Οι προτάσεις μοιάζουν να είναι αντιφατικές αλλά η αντίφαση είναι φαινομενική, διότι αφού οι πυθαγόρειοι αριθμοί είναι υλικές οντότητες όπως υλικός είναι και ο κόσμος με τα όντα που τον απαρτίζουν, προκύπτει ότι η ταύτιση υφίσταται με την έννοια ότι οι αριθμοί λειτουργούν ως αρχές των όντων, δηλαδή μέσω των αριθμών φανερώνεται η ουσία τους [42] . Όπως δηλαδή τα όντα προσδιορίζονται από επιμέρους ιδιότητες έτσι και οι αριθμοί χαρακτηρίζονται από δικές τους. Έτσι, ένα αριθμός μπορεί να ταυτίζεται με ένα ον με την έννοια ότι «μιμείται» τις ιδιότητες του.

Οι Πυθαγόρειοι προσέδωσαν στα μαθηματικά μυστικιστική διάσταση και στον αριθμό συμβολική σημασία [43]. Ο μυστικισμός ή συμβολισμός των αριθμών ή αλλιώς αριθμολογία, προηγήθηκε της επιστήμης των μαθηματικών και ακόμα και στην εποχή μας ασκεί ιδιαίτερη επίδραση. Είναι γεγονός πως στον Πυθαγορισμό η αριθμολογία κατείχε κεντρική θέση. Έτσι το ένα συμβολίζει την ουσία ή το νου, το δύο τη δόξα, τη σκέψη, το τρία είναι το νούμερο της αναγέννησης και ολοκλήρωσης, με το τέσσερα εκφράζεται η δικαιοσύνη ενώ με το πέντε παρίσταναν το γάμο αφού ενώνει τον πρώτο άρτιο με τον πρώτο περιττό ή αλλιώς το θηλυκό με το αρσενικό στοιχείο (2+3=5). Η δικαιοσύνη αποδίδεται και με το έξι (6) γιατί προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του πρώτου περιττού (το 3) με τον πρώτο άρτιο (το 2) όπως και το τέσσερα (4) προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του πρώτου άρτιου αριθμού (το 2) με τον εαυτό του. Το εφτά συμβολίζει τον καιρό, το χρόνο, την ευκαιρία αλλά και τη θεά Αθηνά αφού είναι ο πρώτος παρθενικός [44] αριθμός. Το δέκα συμβολίζει την τελειότητα, εμπεριέχει τη φύση του αριθμού και καθορίζει τη δομή του κόσμου [45].

Τα γεωμετρικά σχήματα επίσης, έχουν συγκεκριμένες λειτουργίες. Ο Φιλόλαος για παράδειγμα αποδίδει με το τρίγωνο τις αρσενικές θεότητες και τις θηλυκές με το τετράγωνο. Είναι επίσης πιθανό το πεντάγραμμο να αποτελούσε σύμβολο αναγνώρισης μεταξύ των μελών της πυθαγόρειας αδελφότητας [46].

Ο Φιλόλαος υπήρξε από τους σημαντικότερους πυθαγόρειους, σύγχρονους του Σωκράτη, από τα συγγράμματα του οποίου σώζονται ορισμένα αποσπάσματα στα οποία για πρώτη φορά γίνεται χρήση συγκεκριμένων μουσικών όρων. Στα μαθηματικά αποσπάσματα έχουν εντοπιστεί ασάφειες και ανακρίβειες και η πατρότητά τους αποσπασμάτων δεν είναι αποδεδειγμένη. Ο Walter Burkert, το 1962 πρότεινε να θεωρούνται αυθεντικά τα αποσπάσματα 1 - 7, 13 και 17, άποψη η οποία γενικά επικράτησε [47].

Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, ο Πλάτων έγραψε στον Δίωνα να αγοράσει τα πυθαγορικά βιβλία απ’ τον Φιλόλαο. Ο Φιλόλαος θεώρησε τη φύση ως αποτέλεσμα δύο παραγόντων: του πέρατος και του απείρου. Υποστήριξε ότι η ισσοροπία μεταξύ τους επιτυγχάνεται μέσω του αριθμού. Το περαῖνον και το ἄπειρον είναι θεμελιώδεις έννοιες του Φιλόλαου. Ο κόσμος γι’αυτόν και ό,τι αυτός περιλαμβάνει, αποτελείται από συνθέσεις περαινόντων και απείρων [48].

Οι Πυθαγόρειοι ισχυρίζονταν ότι τα στερεά προέρχονται από τους αριθμούς [49]. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει πως ο Πυθαγόρας όταν ανακάλυψε το ομώνυμο θεώρημα, ότι δηλαδή το τετράγωνο της υποτείνουσας ενός ορθογωνίου τριγώνου είναι ίσο με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο πλευρών που περιέχουν την ορθή γωνία, θυσίασε εκατό βόδια. Ο Πρόκλος για την ίδια ανακάλυψη αναφέρει πως ο περιπατητικός φιλόσοφος Εύημος, την αποδίδει στη Μούσα των Πυθαγορείων και πως αποδίδει στους Πυθαγόρειους το θεώρημα, ότι οι εσωτερικές γωνίες κάθε τριγώνου είναι ίσες με δύο ορθές και περιγράφει και την απόδειξή του [50]. Πάντως, αν και το Πυθαγόρειο θεώρημα έχει συνδεθεί με το όνομα του Πυθαγόρα, η πατρότητα δεν φαίνεται να του ανήκει. Το περιεχόμενο του θεωρήματος ήταν γνωστό ήδη πριν τον Πυθαγόρα. Η σύνδεση ίσως να είναι το αποτέλεσμα της θρυλικής του προσωπικότητας, την οποία θεωρούσαν πηγή κάθε ουσιαστικής πληροφορίας ή ανακάλυψης τόσο στη φιλοσοφία, όσο και στο χώρο των μαθηματικών. Είναι βέβαια εξίσου πιθανό, ο ίδιος ο Πυθαγόρας (ή έστω κάποιος από τους οπαδούς του) να ήταν ο πρώτος που έθεσε τη σχέση μεταξύ πλευρών και τετραγώνων χωρίς να προχωρήσει στην απόδειξή της [51].

Όσον αφορά το μυστικιστικό χαρακτήρα των αριθμών, αποτελεί συχνό φαινόμενο και στους πρωτόγονους πολιτισμούς και κάθε νούμερο συμβολίζει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενώ πέπλο μυστηρίου καλύπτει αυτές τις ερμηνείες. Έτσι για παράδειγμα σε ορισμένες φυλές της Αφρικής, η γέννηση ενός αγοριού γιορτάζεται μετά από τρεις μέρες και ενός κοριτσιού μετά από τέσσερις ενώ ο αριθμός πέντε συμβολίζει το γάμο στο Σουδάν και το τρία το αρσενικό στοιχείο, όπως ακριβώς και στους Πυθαγόρειους!

Ίχνη ανάλογης χρήσης των αριθμών 3, 4, 5 βρέθηκαν στη Γερμανία ενώ στη Ρώμη με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι γιορτές προς τιμή των θεών τελούνταν τις μονές ημέρες του μήνα. Επιπλέον, στην Ανατολική Πρωσία οι μονές μέρες του μήνα θεωρούνται τυχερές και στην κοσμολογία των Ινδιάνων της Αμερικής το τέσσερα παίζει κυρίαρχο ρόλο αφού διατάζει το σύμπαν ενώ στην Κίνα οι αναλογίες 3:2 και 4:3 συνεπάγονται τη σχέση δύο κοσμικών δυνάμεων της κινέζικης φιλοσοφίας που εκφράζουν την αντίθεση και τη διαφορά και αποδίδονται με τους όρους Γιν και Γιανγκ [52].

Με τον συμβολισμό των αριθμών όμως έχει ασχοληθεί και η ψυχαναλυτική σχολή του Carl Jung σύμφωνα με την οποία ο αριθμός είναι ικανός να επιδρά στο υποσυνείδητο των ανθρώπων. Αυτό, εξηγεί ο Ελβετός ψυχαναλυτής, συμβαίνει γιατί οι αριθμοί είναι αρχέτυπα [53]. Τα αρχέτυπα αποτελούν αρχαϊκές μορφές «πρωτογενείς εικόνες», σύμβολα τα οποία δεν βιώνει ο άνθρωπος ατομικά αλλά αποκτιούνται κληρονομικά μέσω του συλλογικού ασυνείδητου το οποίο είναι κοινό στους ανθρώπους [54] . Αρχέτυπες μπορούν να θεωρηθούν και οι πλατωνικές ιδέες, οι οποίες αναλύονται σε επόμενο κεφάλαιο, με την έννοια ότι είναι αιώνιες, αποτυπώνονται στην ψυχή πριν ενωθεί με το σώμα και αποτελούν τα πρότυπα των αισθητών πραγμάτων.

Α.3.  ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΜΟΝΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΥΣ

Ο όρος αρμονία είναι ευρύτατα διαδεδομένος στην Αρχαία Ελλάδα και κατέχει κεντρική θέση στα φιλοσοφικά συστήματα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Συγκεκριμένα στη φιλοσοφική σκέψη των Πυθαγορείων η έννοια της αρμονίας είναι κυρίαρχη, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τον Αριστοτέλη αφού ολόκληρος ο κόσμος είναι αρμονία και αριθμός: καί τον ὅλον οὐρανόν ἁρμονίαν εἶναι καί ἀριθμόν (986a4).

Κατά την αρχαιότητα, ο όρος αρμονία επιδεχόταν πολλές ερμηνείες. Ο Ηράκλειτος για παράδειγμα αντιλαμβανόταν τον όρο ως ενότητα αντιθέτων. Οι Πυθαγόρειοι τον χρησιμοποιούσαν στη μουσική. Η αρμονία στη μουσική θα μπορούσε να προκύψει από τη συνένωση αντίθετων ήχων, των οξέων και βαθέων σε μία μελωδία [55].

Θεμελιώδης έννοια του Πυθαγορισμού που αφορά τη μουσική αποτελεί η τετρακτύς. Με τον όρο αυτό, οι Πυθαγόρειοι εννοούσαν τους τέσσερις πρώτους φυσικούς αριθμούς από το άθροισμα των οποίων προκύπτει ο αριθμός δέκα ο οποίος εμπεριέχει την έννοια της τελειότητας. Οι τέσσερις φυσικοί αριθμοί περιλαμβάνονται σε όλες τις αρμονικές σχέσεις οι οποίες παράγουν αρμονικό αποτέλεσμα. Η αναλογία 2:1 δίνει την όγδοη, η αναλογία 3:2 την πέμπτη και η αναλογία 4:3 την τέταρτη. Οι Πυθαγόρειοι διαπίστωσαν πως μεταξύ των πρώτων ακέραιων προκύπτουν ποικίλοι αρμονικοί συνδυασμοί [56].

Καθώς όμως υπέθεταν ότι η τελειότητα θα πρέπει να επικρατεί και στον ουρανό, εισηγήθηκαν τη θεωρία της αρμονίας των σφαιρών. Ισχυρίζονταν δηλαδή ότι τα ουράνια σώματα είναι δέκα ενώ στη πραγματικότητα είναι εννιά. Για το λόγο αυτό επινόησαν ένα δέκατο πλανήτη τον οποίο ονόμασαν Ἀντίχθονα. Ο Αριστοτέλης αναφέρει σχετικά: ἐπειδή τέλειον ἡ δέκας εἶναι δοκεῖ καί πασαν περιειληφέναι τήν τῶν ἀριθμῶν φύσιν, καὶ τά φερόμενα κατά τόν οὐρανόν δέκα μέν εἶναι φασιν, ὄντων δὲ ἐννέα μόνον τῶν φανερῶν διά τοῦτο δεκάτην τὴν ἀντίχθονα ποιοῦσιν (Μετά τα φυσικά, 986a 9-13), επειδή η δεκάδα θεωρείται κάτι το τέλειο και ότι εμπεριέχει την ολότητα της φύσης των αριθμών, λένε ότι και τα άστρα που περιφέρονται στον ουρανό είναι δέκα· καθώς όμως είναι ορατά μόνο εννέα τέτοια σώματα, ως δέκατο προσθέτουν την «αντιγή» [57].

Η ἀντίχθων που εισάγεται για να συμπληρωθεί η πυθαγόρεια τετρακτύς υποτίθεται ότι κινείται μαζί με τη γη αλλά είναι αόρατη στους ανθρώπους διότι βρίσκεται στο αντίθετο ημισφαίριο του ουρανού [58].

Όπως ήδη ανέφερα, οι Πυθαγόρειοι υποστήριξαν πως με απλές αριθμητικές αναλογίες των τεσσάρων πρώτων ακέραιων αριθμών εκφράζονται οι ήχοι και τα μουσικά διαστήματα. Ανακάλυψαν δηλαδή, ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στο μήκος των χορδών και στο ύψος των τόνων η οποία αποδίδεται με σχέσεις απλών μαθηματικών τύπων (2:3, 3:4, 2:3:4 κ.ο.κ.) [59]. Η ανακάλυψη των αριθμητικών σχέσεων των ήχων φαίνεται να έγινε συμπτωματικά από τον Πυθαγόρα, ο οποίος ενώ βρισκόταν έξω από ένα σιδεράδικο, συνέδεσε τα χτυπήματα των σφυριών στο αμόνι με μουσικά διαστήματα ανάμεσα σε τέσσερις, πέντε και οχτώ νότες [60]. Σύμφωνα όμως με τους φυσικούς νόμους βάσει των οποίων η συχνότητα του ήχου είναι ανάλογη με την τετραγωνική ρίζα του βάρους, η σύνδεση αυτή των Πυθαγορείων φαίνεται να είναι λανθασμένη [61].

Οι απόψεις στην έρευνα σχετικά με την προέλευση της μουσικής θεωρίας των Πυθαγορείων διίστανται. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι Πυθαγόρειοι έφτασαν σ’ αυτές τις ανακαλύψεις με θεωρητικό στοχασμό ενώ άλλοι θεωρούν ότι βασίστηκαν στην παρατήρηση. Η μία άποψη βέβαια δεν αποκλείει την άλλη. Φαίνεται πως πρέπει να δεχτούμε ότι οι Πυθαγόρειοι καταλήξανε στην αριθμητική ερμηνεία της μουσικής μέσα από την πρακτική ενασχόλησή τους με τα πνευστά και έγχορδα μουσικά όργανα [62].

Σχετικό παράδειγμα αποτελεί το «μονόχορδο». Επρόκειτο για ένα ξύλινο χάρακα πάνω στον οποίο βρισκόταν τοποθετημένη μια τεντωμένη χορδή. Ανάμεσα στη χορδή και στο χάρακα υπήρχε ο κινητός ξύλινος καβαλάρης και ανάλογα με τη θέση που έπαιρνε διαιρείτο και η χορδή. Οι Πυθαγόρειοι διαιρούσαν μ’ αυτόν τον τρόπο τα μουσικά διαστήματα κάνοντας διάφορους συνδιασμούς και τα χώριζαν σε δύο βασικές κατηγορίες: τις συμφωνίες και τις διαφωνίες ή ασυμφωνίες [63]. Σύμφωνο ονομάζεται το μουσικό διάστημα που ακούγεται ευχάριστα με απλούς μαθηματικούς τύπους ενώ διάφωνο είναι το διάστημα που ακούγεται δυσάρεστα και οι αριθμητικές σχέσεις από τις οποίες προκύπτει δεν περιέχει ακέραιους αριθμούς. Αυτά τα τελευταία διαστήματα απορρίφθηκαν από τους Πυθαγόρειους οι οποίοι δεν τα συμπεριέλαβαν στη μουσική τους θεωρία.

Ο Φιλόλαος, στον οποίο αναφέρθηκα σε προηγούμενο κεφάλαιο, με τον όρο ἁρμονία εκφράζει τον αναγκαίο δεσμό που συγκρατεί τα περαίνοντα και τα ἄπειρα ενωμένα, απ’ την συνένωση των οποίων προκαλείται η κοσμική τάξη. Κατά τον Φιλόλαο, απ’ τη συνένωση αυτή δημιουργούνται τα όντα και όχι απ’ τους αριθμούς. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το αστρονομικό του σύστημα αφού στο κέντρο του σύμπαντος δεν βρίσκεται πια η γη αλλά μια φωτιά. Η γη περιστρέφεται γύρω απ’ αυτήν την φωτιά όπως και ο ήλιος, η σελήνη, οι πέντε πλανήτες, οι σταθεροί αστέρες και η αντιγή. Ο Κοπέρνικος παραδεχόταν ότι ο Φιλόλαος αποτελούσε ένα γνήσιο πρόδρομό του αλλά τελικά υπερισχύει η άποψη πως πρόκειται για έναν «μυστικιστή των αριθμών» όπως τον χαρακτηρίζει ο Burkert. Πάντως ο Φιλόλαος φαίνεται να υπήρξε Πυθαγόρειος με κριτήριο τον τρόπο ζωής του και όχι εξαιτίας των απόψεων που είχε στη φυσική φιλοσοφία [64].

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τελευταίος Πυθαγόρειος, ο Αρχύτας, ο οποίος ήταν σύγχρονος του Πλάτωνα και κατάφερε να λύσει το πρόβλημα του διπλασιασμού του κύβου [65]. Για τον Αρχύτα η δικαιοσύνη της ψυχής είναι ανάλογη με τη δικαιοσύνη της πόλης και τη σχέση αυτή την αντιλαμβάνεται ως αρμονία [66]. Έτσι αρμονική πρέπει να είναι και η πολιτεία, θεωρία η οποία αναπτύσσεται στην Πολιτεία του Πλάτωνα και στον οποίο θα αναφερθώ στην συνέχεια.

Ακόμη, αξίζει να αναφερθεί ο νέο-πυθαγόρειος Νικόμαχος ο Γερασηνός (2ος αιώνας μ.Χ.) ο οποίος προχώρησε στη σύνδεση της μουσικής με την αστρονομία. Ο Νικόμαχος συσχέτισε τις επτά νότες μιας οκτάβας με τους επτά πλανήτες. Υποστήριξε πως οι πλανήτες ανάλογα με την απόσταση τους από τη γη, αντιστοιχούν στους επτά μουσικούς φθόγγους. Έτσι, στην Υπάτη αντιστοιχεί ο Κρόνος που εθεωρείτο ο πλέον απομακρυσμένος από τη γη πλανήτης ενώ στη Νήτη η Σελήνη. Ο ακόλουθος πίνακας αποδίδει την αντιστοίχιση ουράνιων σωμάτων και μουσικών φθόγγων σύμφωνα με τη θεωρία του Νικόμαχου [67].

 

                         Ουράνια σώματα                                     Νότες

                                 Κρόνος                                            Υπάτη

                                    Δίας                                           Παρυπάτη

                                   Άρης                                           Υπερμέση

                                   Ήλιος                                              Μέση

                                  Ερμής                                          Παραμέση

                                Αφροδίτη                                       Παρανήτη

                                  Σελήνη                                              Νήτη

 

Επειδή για τους Πυθαγόρειους τα δομικά υλικά του κόσμου ήταν οι φυσικοί αριθμοί, θεωρούσαν πως και οι δομικές τους σχέσεις μπορούσαν να εκφραστούν σαν σχέσεις λόγων φυσικών αριθμών. Η αρμονία που εκφραζόταν από αυτούς τους συγκεκριμένους λόγους ήταν γι’ αυτούς η κοσμική αρμονία. Αυτή τους η πεποίθηση, τους έκανε να πιστεύουν πως το σύμπαν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί και να περιγραφεί με ακρίβεια στα πλαίσια ρητών σχέσεων της μορφής p/q με p και q να ανήκουν στους φυσικούς αριθμούς και επιπλέον έπρεπε να είναι το q≠0. Προκύπτει λοιπόν το συμπέρασμα πως για τα μέλη της σχολής η δομή του κόσμου είναι ρητή αφού και οι δομικές του σχέσεις είναι σχέσεις λόγων θετικών ακεραίων αριθμών.

Με την ανακάλυψη όμως του Πυθαγορείου Θεωρήματος, αποδείχθηκε η ύπαρξη ασύμμετρων αριθμών και έτσι η πυθαγόρεια πίστη για ρητή δομή του κόσμου διαψεύστηκε, γεγονός που συνέβαλε στην ουσιαστική διάλυση της πυθαγόρειας σχολής [68].

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΦΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΥΣ ΣΤΟ ΣΩΚΡΑΤΗ

Β.1.  ΟΡΦΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΥΘΑΓΟΡΙΣΜΟΣ

Οι Πυθαγόρειοι ενσωμάτωσαν στο φιλοσοφικό τους σύστημα τις κυριότερες αντιλήψεις των ορφικών για την ψυχή. Ο ορφισμός έχει την καταγωγή του στη Θράκη και έλαβε την ονομασία του από τον Ορφέα ο οποίος ήταν μυθικός αοιδός της περιοχής και είχε την ικανότητα να γοητεύει τα δέντρα τα ποτάμια, τα ζώα και γενικότερα τη φύση παίζοντας τη λύρα του. Πρόκειται για ένα φιλοσοφικό ρεύμα το οποίο είχε θρησκευτικό και μυστικιστικό χαρακτήρα. Ο Ορφέας εμφανίζεται ως προφήτης και δάσκαλος και ήταν ο πρώτος που αποκάλυψε το νόημα των μυστικιστικών τελετών όπως υποστηρίζει ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Στον Πλάτωνα υπάρχει μαρτυρία σύμφωνα με την οποία ιερείς κήρυτταν το δρόμο της σωτηρίας στο όνομα του Ορφέα [69].

Ο ιδρυτής του ορφισμού ήταν γιος Μούσας, πιθανότατα της Καλλιόπης ενώ πατέρας του άλλοτε παρουσιάζεται ο Απόλλωνας και άλλοτε ο Θρακικός θεός του ποταμού, Οίαγρος. Το όνομα του Ορφέα έχει συνδεθεί με την Αργοναυτική εκστρατεία στην οποία πήρε μέρος και κατάφερε να σώσει τους ναυτικούς απ’ τις σειρήνες παίζονταν τη λύρα του [70]. Επίσης, κεντρικό ρόλο στους ορφικούς μύθους κατέχει η ιστορία της Ευρυδίκης όπου μετά τον θάνατό της, κατεβαίνει στον κάτω κόσμο για να την πάρει μαζί του και τελικά μην μπορώντας να τηρήσει τη συμφωνία του με τον Άδη, αποτυγχάνει, όπως αναφέρουν ο Βιργίλιος και ο Οβίδιος [71].

 Ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως και ο τρόπος με τον οποίο πέθανε. Σύμφωνα με τον Αισχύλο ο Ορφέας έδειξε ασέβεια στους θεούς, ακόμα και στον πρώην προστάτη του το Διόνυσο και τιμούσε μόνο τον Απόλλωνα. Για το λόγο αυτό, οι Θρακικές Μαινάδες, ακόλουθοι του Διονύσου, όταν ανέβηκε το όρος Παγγαίον για να χαιρετήσει το θεό του Ήλιου, τον τιμώρησαν. Εξαγριωμένες και εκστασιασμένες λοιπόν, τον έσκισαν σε κομμάτια. Στην Αττική ερυθρόμορφη κεραμική ωστόσο, οι γυναίκες που δολοφόνησαν τον Ορφέα μοιάζουν με κανονικές Θρακιώτισσες. Μετά τον θάνατο του, η μητέρα του με τις υπόλοιπες Μούσες ανέλαβαν να τον θάψουν. Ο Παυσανίας υποστηρίζει ότι ο τάφος ήταν κοντά στον Όλυμπο και ένας μάντης του Διονύσου είπε στους κατοίκους πως αν αφήσουν τα κόκκαλα του Ορφέα να δουν το φως του ήλιου, η πόλη τους θα καταστραφεί γεγονός που συνέβη, ο τάφος έσπασε και οι κάτοικοι τον έθαψαν εκ νέου [72].

Το σημαντικότερο από τα δόγματα του ορφισμού είναι αυτό της μετεμψύχωσης. Οι Ορφικοί θεωρούσαν το σώμα ένα είδος φυλακής που εγκλωβίζει την ψυχή και την κρατάει φυλακισμένη μέχρι να λήξει η τιμωρία της [73]. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί η δυσάρεστη αυτή κατάσταση είναι ο εξαγνισμός της έτσι ώστε οι άνθρωποι να απαλλαγούν από τις αμαρτίες τους και άρα και από την τιμωρία. Για το λόγο αυτό θα έπρεπε να παίρνουν μέρος σε τελετές, να είναι εγκρατείς, να αποφεύγουν το κρέας αλλά και το κρασί [74]. Οι Ορφικοί υιοθέτησαν έναν ασκητικό τρόπο ζωής προκειμένου να ενωθούν ολοκληρωτικά με τη θεϊκή φύση που πίστευαν ότι έχουν οι άνθρωποι και να γίνουν αυτό που ήταν πριν γεννηθούν, δηλαδή θεοί [75].

 Εκτός από τις ομοιότητες μεταξύ του ορφικού και πυθαγόρειου τρόπου ζωής υπήρχαν και διαφορές. Οι ορφικοί επέλεξαν ως τρόπο έκφρασης και διάδοσης της διδασκαλίας τους την γραφή βιβλίων ενώ αντίθετα ο όρκος σιωπής των Πυθαγορείων δεν άφηνε τέτοια περιθώρια [76] . Τα λεγόμενα ορφικά αποσπάσματα αποδίδονταν στον Ορφέα και χρονολογούνται τον 5ο και τον 4ο π.Χ. αιώνα αλλά φαίνεται η απόδοση να οφείλεται σε σκόπιμη ενέργεια εξαιτίας της φήμης του Ορφέα και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα όπως και η εκδοχή να τα έγραψε ο ίδιος ο Πυθαγόρας, αν και εύκολα θα μπορούσε να μπερδευτεί κανείς αφού το περιεχόμενό τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πυθαγόρειο [77].

 Φυσικά δεν θα μπορούσε να παραληφθεί η διονυσιακή λατρεία όπου ο Διόνυσος υπήρξε το κατεξοχήν αντικείμενο λατρείας των Ορφικών. Ερευνητές, μεταξύ των οποίων ο Willamovitz και ο Nilsson υποστήριξαν πως Διόνυσος σημαίνει γιος του Δία. Διαπίστωσαν πως νύσος σημαίνει γιος και το πιθανότερο είναι να έχει θρακική προέλευση ενώ η πρώτη συλλαβή του ονόματος του θεού αποτελεί τη γενική του ονόματος του Δία. Ο Διόνυσος Βάκχος ο οποίος είναι μυστηριακός θεός, υπόσχεται στους μύστες του την μεταθανάτια ζωή. Η λατρεία αυτή δεν απαιτεί αυστηρή τήρηση κανόνων και υπαγορεύσεων ωστόσο οι οπαδοί της υιοθετούν έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο ζωής που περιλαμβάνει άφθονο κρασί, αποκριάτικη μεταμφίεση, διονυσιακές γιορτές και λατρευτικές πρακτικές. Στόχος της λατρείας του Διονύσου είναι να υπερβεί ο άνθρωπος τον εαυτό του και τελικά να ενωθεί με το θείο στοιχείο, με το θεό του. Για να συμβεί αυτό, πρέπει ο πιστός να περιέλθει σε μια κατάσταση έκστασης, υπερβολικού ενθουσιασμού [78] . Στην περίπτωση δηλαδή των Μαινάδων δεν είναι οι ίδιες που μαίνονται, αλλά ο θεός Διόνυσος μέσω αυτών.

 Ο όρος έκσταση για τον Πλάτωνα εξισώνεται με τη μανία. Στον Φαίδρο συγκεκριμένα (265a8-10), εκτός από το θεό Διόνυσο αναφέρει ακόμη τρία είδη μανίας: «και δύο είναι της μανίας τα είδη η μία βέβαια έρχεται από ανθρώπινες αρρώστιες μα η άλλη έρχεται όταν με τη βοήθεια των θεών αποτραβηχτούμε από τους συνηθισμένους θεσμούς» 245a1-2: «Τρίτη όμως μανία είναι εκείνη που έρχεται από τις Μούσες». Η ψυχή στην καθαρότητά της, εφόσον απαλλαχθεί από κάθε είδους αισθητή επίδραση αποκτά την ικανότητα να περιέλθει σ’ αυτήν την κατάσταση υπέρμετρου ενθουσιασμού και να ενωθεί με το αιώνιο, με το άυλο, με το πνεύμα.

Ακόμη, δεν είναι δυνατόν να μην αντιληφθεί κανείς τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις απόψεις για τη ψυχή του Πλάτωνα και των Ορφικών για τους οποίους, όπως έχει ήδη αναφερθεί, εκλαμβάνεται ως σύνθετη οντότητα όπως και για τους Πυθαγόρειους, και αποτελείται από την ψυχή που είναι άυλη, άφθαρτη και αθάνατη και από το σώμα που είναι υλικό, φθαρτό και πεπερασμένο. Τάσσονται λοιπόν υπέρ της διαρχίας δίνοντας τη δική τους απάντηση σε ένα από τα σημαντικότερα (αν όχι το σημαντικότερο) φιλοσοφικά προβλήματα που απασχολούν τους φιλοσόφους (και όχι μόνο) ανά τους αιώνες.

Β.2.  Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ

Η διάκριση του Σωκράτη από τον Πλάτωνα αποτελεί ένα τολμηρό και δύσκολο εγχείρημα και αυτό γιατί ο Σωκράτης όπως ο Πυθαγόρας, επέλεξε την προφορική επικοινωνία με τους συμπολίτες του και αρνήθηκε να γράψει ο,τιδήποτε είχε σχέση με τη ζωή και τη διδασκαλία του. Ωστόσο, με βάση τις πηγές μπορεί κανείς να αντλήσει πληροφορίες τόσο για τον τρόπο σκέψης όσο και για την προσωπικότητά του.

Οι κυριότερες πηγές προέρχονται από τον Αριστοφάνη, τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα και τον Αριστοτέλη ενώ έχουν σωθεί και ορισμένα αποσπάσματα του αρχαίου ρήτορα Αισχίνη. Για την εξαγωγή συμπερασμάτων προκύπτει ένα βασικό πρόβλημα το οποίο σχετίζεται με την ίδια τη φύση των πληροφοριών κι αυτό γιατί αυτές προκύπτουν από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ο Αριστοφάνης για παράδειγμα υπήρξε ένας απ’ τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αρχαίας αθηναϊκής κωμωδίας, ο Ξενοφώντας ήταν στρατιωτικός και ιστορικός ενώ οι άλλοι δύο φιλόσοφοι αλλά με διαφορετική φιλοσοφική κατεύθυνση [79]. Ίσως όμως το συγκεκριμένο μειονέκτημα να αποτελεί τελικά πλεονέκτημα, αφού τα συμπεράσματα που θα προκύψουν θα είναι αντικειμενικά και όχι μονοδιάστατα.

Ερωτηματικά για τις πληροφορίες που προέρχονται από τον Αριστοτέλη θα μπορούσε να προκαλέσει το γεγονός ότι σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα και τον Αριστοφάνη δεν είχε προσωπική επαφή με τον Σωκράτη· αυτά όμως παύουν να υφίστανται αν αναλογιστεί κανείς πως από την στιγμή που δεν υπήρχε συμπάθεια ή αντιπάθεια πρόκειται για αμερόληπτη κριτική.

Σχετικά με την επίδραση του Σωκράτη στον Πλάτωνα, ο G. C. Field υποστηρίζει πως ο Αριστοτέλης δεν καταγράφει απλά προσωπικές του σκέψεις, δεν προβαίνει σε υποθετικές κρίσεις ούτε βγάζει συμπεράσματα μόνο με βάση τους διαλόγους αλλά είχε στη διάθεση του ασφαλείς πηγές πληροφοριών αφού είκοσι χρόνια που ήταν στην Ακαδημία του Πλάτωνα συναναστράφηκε με πολλά και διαφορετικά πρόσωπα που τον γνώριζαν [80].

Ενδιαφέρουσα είναι η παρουσίαση του Σωκράτη στις Νεφέλες του Αριστοφάνη στις οποίες και πρωταγωνιστεί. Οι Νεφέλες (θεοί των σοφιστών), παρουσιάστηκαν στο αθηναϊκό κοινό το 423 π.Χ. όταν το σοφιστικό ρεύμα ανθούσε όπως και η διδασκαλία του φιλοσόφου. Η κωμωδία σατιρίζει τους σοφιστές και ειδικότερα τον Σωκράτη ο οποίος παρουσιάζεται σαν ένας απ’ αυτούς. Με λίγα λόγια η υπόθεση έχει ως εξής: Ο Στρεψιάδης, ένας απλοϊκός χωρικός, καταχρεωμένος όπως είναι, αποφασίζει να στείλει το γιο του στο Σωκράτη για να μάθει το Δίκαιο και Άδικο λόγο, που θα τον βοηθήσουν να δικαιώνεται στις δίκες και με τη διπλωματία να μπορέσει να γλιτώσει απ’ τα δανεικά αλλά δεν τα καταφέρνει και η διδασκαλία του Σωκράτη κρίνεται ανεπαρκής [81]. Ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τον Σωκράτη να λέει αερολογίες και να διδάσκει πράγματα ουτοπικά [82].

Το σημαντικότερο σωκρατικό σύγγραμμα του Ξενοφώντα είναι τα Απομνημονεύματα. Πρόκειται για τέσσερα βιβλία που στοχεύουν να αναδείξουν το μεγαλείο της ψυχής του Σωκράτη, τα χαρίσματα του, τις αρετές του, ώστε να μην τον κατηγορούν άδικα και επιθυμεί να τονίσει πόσο ξεχωριστή προσωπικότητα είναι [83].

Αναμφισβήτητα όμως, η βασικότερη πηγή πληροφοριών για τον τρόπο σκέψης και τη ζωή του Σωκράτη είναι ο Πλάτωνας. Ο Πλάτωνας γεννήθηκε το 428/27 π.Χ. και η καταγωγή του ήταν αριστοκρατική. Ήταν γιος του Αρίστωνος, του οποίου το γένος αναγόταν στο βασιλιά Κόδρο και της Περικτιόνης, η οποία είχε μακρινή συγγένεια με το νομοθέτη Σόλωνα. Όταν πέθανε ο φυσικός πατέρας του Πλάτωνα, η μητέρα του παντρεύτηκε τον θείο της Πυριλάμπη, ο οποίος ήταν θερμός υποστηρικτής του Περικλή. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν μαθητής του Κρατύλου ο οποίος ασπαζόταν τη θεωρία του Ηράκλειτου. Αλεξανδρινοί φιλόσοφοι υποστήριξαν πως όταν ήταν μόλις είκοσι χρονών ήρθε σε επαφή με το Σωκράτη [84].

Ο Σωκράτης γεννήθηκε το 470 π.Χ. στην Αθήνα. Η μητέρα του η Φαιναρέτη ήταν μαία ενώ ο πατέρας του ο Σωφρονίσκος γλύπτης και είναι σύγχρονος με τον φιλόσοφο Αναξαγόρα με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις. Υπήρξε άνθρωπος όχι μόνο της θεωρίας αλλά και της δράσης αφού πολέμησε στις μάχες της Ποτίδαιας (432), του Δηλίου (424) και της Αμφίπολης (422). Όταν καταδικάστηκαν σε θάνατο οι Αθηναίοι στρατηγοί επειδή δεν περισυλλέξαν τα πτώματα των νεκρών μετά την ναυμαχία στις Αργινούσες, προσπάθησε να ανατρέψει το αποτέλεσμα. Όταν το 399 π.Χ. κατηγορήθηκε από μέλη της δημοκρατικής παράταξης για αθεϊσμό και διαφθορά των νέων, δέχθηκε με ολύμπια [85] γαλήνη το θάνατό του, υπακούοντας στους νόμους της πόλης[86]. Ενώ μπορούσε να διαφύγει, επέλεξε να πιει το κώνιο αποδεικνύοντας έμπρακτα την αθωότητά του.

Ο άδικος θάνατος του Σωκράτη ο οποίος θυσιάστηκε για τα πιστεύω του φαίνεται ότι επέδρασε καταλυτικά στην προσωπικότητα και στη ζωή του Πλάτωνα ο οποίος μετά τον θάνατο του αγαπημένου του δασκάλου, ξεκίνησε τη συγγραφική του παραγωγή. Έχοντας κανείς κατά νου αυτήν τη σκέψη μπορεί εύκολα να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο άσκοπος χαμός του Σωκράτη αποτελεί την αιτία για την πνευματική πορεία του μαθητή του. Όπως λέει και ο Wilamowitz: «η επαφή με τον Σωκράτη υπήρξε αποφασιστική για την ζωή του» [87].

Ο Πλάτων έγραψε περίπου τριάντα διαλόγους όπου όλοι, εκτός από έναν, έχουν πρωταγωνιστή το Σωκράτη. Χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: στους πρώιμους σωκρατικούς διαλόγους, στην περίοδο της ωριμότητας και στους ύστερους. Στην περίοδο της ωριμότητας εντάσσονται τέσσερις σημαντικοί διάλογοι, όπου ο φιλόσοφος περιγράφει τη θεωρία του για τις ιδέες: στον Φαίδωνα, το Συμπόσιο, την Πολιτεία και τον Φαίδρο [88]89.

Ο Φιλόσοφος συνειδητά επιλέγει το συγκεκριμένο τρόπο γραφής. Ο διάλογος γίνεται ανάμεσα σε δάσκαλο και μαθητή και η θεματολογία αφορά τρέχοντα ζητήματα της εποχής τα οποία εξετάζονται, με φιλοσοφική διάθεση όπως γινόταν όταν ζούσε ο Σωκράτης. Ίσως μ’ αυτόν τον τρόπο ο Πλάτωνας να κρατούσε το δάσκαλό του ζωντανό… σίγουρα όμως οφείλεται και στην προσωπική του άποψη ότι η φιλοσοφία και η διδασκαλία της συνιστά ζωντανή ανταλλαγή θέσεων και απόψεων ανάμεσα σε δύο βασικά πρόσωπα, το δάσκαλο και το μαθητή [89] 90. Φυσικά σε κάθε διάλογο ενώ ο Σωκράτης είναι ο μόνιμος πρωταγωνιστής ο μαθητής αλλάζει. Ίσως οι μαθητές να αποτελούν προσωπεία του ιδίου του Πλάτωνα ο οποίος νιώθει την ανάγκη να συνδιαλεχθεί με το δάσκαλο του χωρίς αυτή να γίνει αντιληπτή…

Όσον αφορά τη συμβολή του μεγάλου δασκάλου στη φιλοσοφία, ο Αριστοτέλης είναι κάθετος και υποστηρίζει πως αυτή είναι η επαγωγική μέθοδος που περιλαμβάνει τους επαγωγικούς συλλογισμούς και το γενικό ορισμό. Αξίζει να σημειωθεί η απογοήτευση του Αριστοτέλη που οφείλεται στο ότι ο Σωκράτης μολονότι έδωσε προτεραιότητα στην ηθική και όχι στην επιστήμη, ήταν εκείνος που έθεσε τις βάσεις για τη διευκόλυνση της επιστημονικής σκέψης. Άλλωστε, εξηγεί η ηθική «ούτε μπορεί ούτε πρέπει να απαιτεί επιστημονική ακρίβεια» [90].

Με τη μαιευτική όπως ονόμαζε χαρακτηριστικά τη μέθοδό του, η οποία περιγράφεται αναλυτικά στους διαλόγους του Πλάτωνα, είχε στόχο να εκμαιεύσει την αλήθεια από τους συνομιλητές του με τις κατάλληλες κάθε φορά ερωτήσεις δηλώνοντας άγνοια η οποία καλείται σωκρατική ειρωνεία και οδηγούσε στην αυτογνωσία. Αρχικά η ερώτηση αφορούσε τον ορισμό μιας έννοιας γενικής από τον τομέα της ηθικής [91].

Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνούμε ότι ο Σωκράτης είχε ίδιο πεδίο δράσης με τους σοφιστές και διαφορετική φιλοσοφική κατεύθυνση. Κύρια διαφωνία τους ήταν η δυνατότητα διδαχής της αρετής. Οι σοφιστές την εποχή του Πλάτωνα ήταν επαγγελματίες εκφραστές της τέχνης της επιχειρηματολογίας ως αποτέλεσμα της λογομαχίας. Πρόσφεραν λοιπόν, μαθήματα με χρηματική αμοιβή διδάσκοντας πως μπορεί κανείς να υποστηρίζει παράδοξες απόψεις προς όφελος του χωρίς να γίνει αντιληπτός. Οι σοφιστές, όπως για παράδειγμα ο Πρωταγόρας, πίστευαν πως η αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί και ασπάζονταν έναν άκρατο σχετικισμό. Αντίθετα για το Σωκράτη η «αρετή είναι γνώση», μπορεί να διδαχθεί και όχι μόνο μπορεί να επιτευχθεί αλλά είναι και το ζητούμενο [92].

Τις απόψεις αυτές τις γνώριζε ο Πλάτων και ήταν αυτές που τον γοήτευαν στο Σωκράτη. Στο Συμπόσιο συγκεκριμένα ο Πλάτων βάζει τον Αλκιβιάδη να απαριθμεί μερικά από τα «θύματα» του Σωκράτη και συμβουλεύει τον Αγάθωνα να γλιτώσει απ’ αυτόν (Συμποσ.222d) και όπως υποστηρίζει και ο Συκουτρής ανάμεσα στους παρευρισκόμενους ο Σωκράτης υπερέχει σε γοητεία [93]. Ακόμη, είναι χαρακτηριστικό πως ο Αλκιβιάδης τον συγκρίνει με τον σάτυρο Μαρσύα ο οποίος συναγωνιζόταν τον Απόλλωνα στον αυλό και λέει τα εξής (215b): Ἐκεῖνος ἐχρειάζετο ὄργανα μουσικά, διά να σαγηνεύῃ τους ανθρώπους με την δύναμιν που εἶχεν εἰς τό στόμα, καί τους σαγηνεύει ἀκόμη και τώρα ὁποιοσδήποτε παίζει εἰς τον αὐλόν τους σκοπούς του. Ενῶ σύ εἰς τοῦτο μόνον διαφέρειν ἀπ’ ἐκεῖνον: ὄτι χωρίς ὄργανα, μέ γυμνάς τάς λέξεις προκαλεῖς τό ἴδιον ἀκριβώς ἀποτέλεσμα [94].

Ανακεφαλαιώνοντας προκύπτει ότι η επίδραση του Σωκράτη στον Πλάτωνα είναι ισχυρή και αυτή προέρχεται από το θαυμασμό για το δάσκαλό του. Σίγουρα μεταξύ άλλων τον θαύμαζε και εξαιτίας της συνέπειας λόγων και έργων ακόμη και την ώρα του θανάτου. Ακόμη και τότε επέλεξε με θάρρος να πεθάνει ως γνήσιος φιλόσοφος, διαφορετικά όλα όσα πρέσβευε θα ήταν «Νεφέλες» και η πραγματικότητα θα επιβεβαίωνε τη σάτιρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Γ.1.   ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ

Μετά το θάνατο του Σωκράτη, ακολούθησε μια περίοδος ταξιδιών για τον Πλάτωνα. Μεταξύ των άλλων επισκέφτηκε τον Τάραντα το 388 π.Χ. όπου ήρθε σε επαφή με τη πυθαγόρεια φιλοσοφία και τον πυθαγόρειο Αρχύτα. Το 387 ίδρυσε στην Αθήνα την Πλατωνική Ακαδημία η οποία αποτελούσε τη φιλοσοφική του σχολή και συγκέντρωνε τόσο φιλοσόφους όσο και επιστήμονες [95].

Κεντρικός άξονας στο φιλοσοφικό του σύστημα είναι η περίφημη θεωρία των Ιδεών την οποία και συνέλαβε στην προσπάθεια του να αποδείξει την ύπαρξη ενός καθολικού, σταθερού και αντικειμενικού σημείο αναφοράς σε απάντηση των σχετικιστών σοφιστών[96]. Ο Πλάτωνας όπως και ο Δημόκριτος υποστήριξαν την ύπαρξη δύο ειδών πραγματικότητας. Η πρώτη προέρχεται μέσω των αισθήσεων και αφορά τον αισθητό κόσμο ο οποίος αφού είναι διαρκώς μεταβαλλόμενος, χαρακτηρίζεται και αυτή, παροδική ή σχετική. Η δεύτερη αντίθετα, που αντιστοιχεί στη νόηση, είναι η μόνιμη πραγματικότητα. Πρόκειται δηλαδή για τον κόσμο του γίγνεσθαι και για τον κόσμο της ουσίας. Όσον αφορά την αξιολόγηση των δύο περιοχών της πραγματικότητας, είναι ανάλογη μ’ αυτήν των ειδών γνώσης. Έτσι λοιπόν προκύπτει πως οι αισθήσεις ως μέσο γνώσης και η εμπειρική σχετική πραγματικότητα, σαφώς και υστερούν συγκριτικά με τον κόσμο της νόησης ο οποίος είναι σταθερός και αληθινός, άποψη που την ασπάζεται και ο Δημόκριτος. Ακολουθώντας όμως τη συγκεκριμένη συλλογιστική πορεία καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα με τους Πυθαγόρειους, το οποίο αφορά τα δύο ποιοτικά διαφορετικά επίπεδα πραγματικότητας [97]. Στην πεποίθηση αυτή πάντως μπορεί να συνέβαλε και η γνωριμία του Πλάτωνα με τον Κρατύλο ο οποίος υπήρξε οπαδός του Ηράκλειτου και υποστήριζε την μεταβλητότητα του κόσμου η οποία και εμποδίζει την επιστημονική του μελέτη. Επίσης, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη οφείλεται και στην επίδραση του από το Σωκράτη, ο οποίος αναζητούσε σταθερές έννοιες και ορισμούς [98]. Ωστόσο ορισμένοι νεότεροι μελετητές όπως ο Zeller θεωρούν ότι η θεωρία των Ιδεών λειτουργεί ως συνεκτικός κρίκος δύο βασικών αντίθετων φιλοσοφικών θέσεων των οποίων πυρήνες είναι η σταθερότητα και η μεταβολή [99].

Ο Πλάτων βρήκε στις Ιδέες του την σταθερότητα που αναζητούσε ο ίδιος αλλά και ο Σωκράτης. Οι πλατωνικές Ιδέες αποτελούν αιώνιες, αυθύπαρκτες, άυλες, σταθερές οντότητες που γίνονται αντιληπτές μέσω της νόησης και όχι μέσω των αισθήσεων [100] . Αποτελούν δηλαδή περιεχόμενα της συνείδησης. Υπάρχουν πλήθος Ιδεών. Για παράδειγμα, οι ηθικές αξίες είναι Ιδέες όπως και οι μαθηματικές έννοιες και τα φυσικά είδη κ.ο.κ. Οι Ιδέες βρίσκονται στον κόσμο των Ιδεών ο οποίος γίνεται αντιληπτός μέσω της νόησης ενώ τα αισθητά αντικείμενα αποτελούν φθαρτά αντίγραφα των Ιδεών [101]. Είναι χαρακτηριστικό της θεωρίας τω Ιδεών πως αυτές θεωρούνται χωρισμένες από τα αισθητά [102]. Ακριβώς την ίδια άποψη συμμερίζονταν και οι Πυθαγόρειοι. Πίστευαν δηλ. και αυτοί, όπως έχει αναφερθεί και σε προηγούμενο κεφάλαιο, ότι τα πράγματα είναι απεικόνιση ή απομίμηση άλλων όντων, όχι των Ιδεών αλλά των Αριθμών [103]. Όπως αναφέρει και ο Αριστοτέλης, τα όντα τόσο στους Πυθαγόρειους [104] όπως και στον Πλάτωνα προκύπτουν μέσα από μια διαδικασία, τη μίμηση και τη μέθεξη αντίστοιχα. Ο Αριστοτέλης εκφράζει την αμηχανία του για τη σημασία των όρων [105]. Ο Guthrie υποστηρίζει πως με τον όρο μέθεξη εκφράζεται η μετοχή ενός αισθητού αντικειμένου στην αντίστοιχη Ιδέα ενώ σχολιάζει πως κάποιες φορές ο Πλάτων χρησιμοποιεί τον όρο για να εκφράσει ξεκάθαρα τη μίμηση όπως ακριβώς οι Πυθαγόρειοι[106]. Ακόμη, ο Πλάτωνας πρόσθεσε ένα ακόμη ενδιάμεσο οντολογικό επίπεδο, τα μαθηματικά, τα οποία αποτελούν το βασικότερο πεδίο δράσης των Πυθαγορείων [107].

Όπως στους Πυθαγόρειους έτσι και στον Πλάτωνα η επιστήμη των μαθηματικών κατείχε εξέχουσα θέση στη φιλοσοφία του. Συγκεκριμένα, ήταν η επιστήμη που «συγκινούσε» περισσότερο τον Πλάτωνα. Οι σημαντικότεροι συγγραφείς γεωμετρικών εγχειριδίων την εποχή εκείνη προέρχονται από τη Ακαδημία [108]. Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Αφροδισιεύς που στηρίζεται στο σύγγραμμα του Αριστοτέλη Περί τἀγαθοῦ, θεωρεί ότι οι Ιδέες για τον Πλάτωνα ταυτίζονται με τους αριθμούς [109]. Αυτό που χρειάζεται να διευκρινιστεί είναι ότι για κάθε κατηγορία αισθητών πραγμάτων υπάρχει η αντίστοιχη Ιδέα111.

Για την κατανόηση της θεωρίας των Ιδεών, ο πλατωνικός Σωκράτης αφηγείται στην Πολιτεία την αλληγορία του σπηλαίου κατά τη συνήθη τακτική του. Είναι χαρακτηριστικό του Σωκράτη να χρησιμοποιεί αλληγορίες και μύθους. Η επιλογή του βέβαια αυτή δεν μπορεί να είναι τυχαία. Ο μύθος παρόλο που δεν χρησιμοποιεί λογικά επιχειρήματα, αποτελεί ένα βασικό εργαλείο πειθούς με καθολικό κύρος. Η αξία του μύθου έγκειται στο ότι διευκολύνει τον ανθρώπινο νου να κατανοήσει περιοχές της αλήθειας οι οποίες δεν γίνονται αντιληπτές μέσω των μεθόδων της διαλεκτικής συλλογιστικής. Έτσι μέσω του μύθου μεταδίδονται βασικές γνώσεις και διευκολύνεται η μεταβίβαση του από γενιά σε γενιά[110]. Σκόπιμα λοιπόν για τον Πλάτωνα αποτελούσε απαραίτητο συμπλήρωμα για την ενίσχυση των φιλοσοφικών θεωριών του.

Από την άλλη οι Πυθαγόρειοι δεν ενδιαφέρονταν να πείσουν ή να αποδείξουν τις θέσεις τις θέσεις τους και αρκούνταν στον ισχυρισμό «αυτό το είπε ο Πυθαγόρας» σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο. Ωστόσο κρίνεται απαραίτητο να επισημανθεί πως σκοπός των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων από το Σωκράτη και μετά ήταν η επίτευξη μιας ευτυχισμένης ζωής [111] και ο Πυθαγόρας είναι γενικά αποδεκτό πως είναι ο πρώτος φιλόσοφος ο οποίος πρότεινε μια σειρά από ενέργειες, βασισμένες σε μια κοσμοθεωρία η οποία επηρέασε τους πλατωνικούς μύθους [112].

Ξαναγυρνώ όμως στη θεωρία των Ιδεών και στην αλληγορία του σπηλαίου [113] . Ο Σωκράτης λοιπόν περιγράφει μια σπηλιά με την οποία παρομοιάζεται ο κόσμος. Μέσα σ’ αυτήν υπάρχουν δεσμώτες οι οποίοι μην μπορώντας να κουνηθούν βλέπουν στο τοίχο μόνο τις σκιές όσων συμβαίνουν πίσω τους. Οι σκιές των πραγμάτων για τον Πλάτωνα συμβολίζουν τα αισθητά αντικείμενα τα οποία όμως δεν αληθινά. Όπως οι δεσμώτες θεωρούν τις σκιές πραγματικά όντα έτσι και οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν πως τα αισθητά αντικείμενα είναι πραγματικά. Ο φωτεινός χώρος έξω απ’ τη σπηλιά είναι ο κόσμος των Ιδεών, η αληθινή πραγματικότητα ενώ τα αντικείμενα και οι άνθρωποι που υπάρχουν πίσω απ’ τους δεσμώτες συμβολίζουν τις Ιδέες. Το φως του ήλιου συμβολίζει την Ιδέα του αγαθού. Η Ιδέα του Αγαθού καθιστά νοητές τις Ιδέες και την ίδια όπως ακριβώς ο ήλιος καθιστά ορατά όχι μόνο τα πράγματα αλλά και τον εαυτό του [114].

Η Ιδέα αυτή είναι η ύψιστη Ιδέα η οποία περιλαμβάνει και πραγματώνει όλες τις υπόλοιπες. Ενσωματώνει το περιεχόμενο τόσο της νοητής όσο και της αισθητής πραγματικότητας[115]. Σύμφωνα και με τον Zeller, τον Gomperz, τον Ritter και τον Wilamovitz, για τον Πλάτωνα το Αγαθό ταυτίζεται με το Θεό[116]. Πάντως η διαπίστωση της σχέσης εξάρτησης των επιμέρους Ιδεών με την ύψιστη Ιδέα παραπέμπει σε ένα ντετερμινιστικό φιλοσοφικό μοντέλο το οποίο όμως διημουργεί ασάφειες και ερωτηματικά. Για το λόγο αυτό, ο Πλάτωνας εμπλούτισε τη θεωρία του βαδίζοντας στα χνάρια των Πυθαγόρειων [117]. Τόσο έντονη υπήρξε η επίδραση απ’ αυτούς που ταύτισε την Ιδέα του αγαθού με ένα αριθμό, τη μονάδα το «έν» από το οποίο προήλθε η Δυάς οπότε απ’ την αλληλεπίδρασή τους προήλθαν οι υπόλοιποι αριθμοί και Ιδέες [118]. Οι παλαιότεροι ακαδημαϊκοί, όπως για παράδειγμα ο Σπεύσιππος, εμπλούτισαν αυτή τη θεωρία με θρησκευτικού τύπου προεκτάσεις στη προσπάθεια τους να σχηματίσουν ένα ενδιάμεσο οντολογικό πεδίο πραγματικότητας κατώτερων θεών και δαιμόνων το οποίο είχε ιδιαίτερη απήχηση σε μεταγενέστερους φιλοσόφους, νέο-πυθαγόρειους και νεοπλατωνικούς συγκεκριμένα [119].

Ο Πλάτωνας, όπως και οι Πυθαγόρειοι, υποστήριξε ότι υπάρχει το άπειρο μόνο που το απέδωσε με τη Δυάδα απ’ την οποία προκύπτουν το Μέγα και το Μικρό οπότε τα άπειρα είναι δύο. Στα δύο αυτά στοιχεία απέδωσε δυο ιδιότητες που είναι αντίθετες, αυτές του καλού και του κακού[120]. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι επέλεξε ένα αντιθετικό ζεύγος για να προσδιορίσει τη Δυάδα. Και εδώ η επίδραση των Πυθαγορείων είναι ολοφάνερη αφού οι Πυθαγόρειοι ήταν εκείνοι που υποστήριξαν ότι οι αρχές των όντων αποδίδονται μέσω αντιθετικών ζευγών. Ακόμη, σχολιάζει ο Αριστοτέλης η αιτία του καλού και του κακού προβλημάτισε τον Αναξαγόρα και τον Εμπεδοκλή. Ο Εμπεδοκλής όμως αντιμετωπίζεται συχνά από τους μεταγενέστερους ιστορικούς ως Πυθαγόρειος. Για παράδειγμα, ο Διογένης ο Λαέρτιος στο έργο του Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή, αναφέρει ότι είναι Πυθαγόρειος. Η Αρμονία, βασικός όρος των Πυθαγορείων, είναι ζωτικής σημασίας για τον Εμπεδοκλή αφού συνδυάζει τις απαιτούμενες αναλογίες στα στοιχεία, τέσσερα μέρη φωτιάς, δύο γης και δύο νερού συγκεκριμένα, για να σχηματιστούν τα οστά. Ο αριθμητικός προσδιορισμός των μερών όμως ως ρυθμιστικός παράγοντας των πραγμάτων, παραπέμπει στην πυθαγόρεια κοσμολογία. Όπως προκύπτει και απ’ τη ποίηση του είναι σίγουρα επηρεασμένος απ’ τις πυθαγόρειες αντιλήψεις [121].

Ο Αριστοτέλης πάντως, αντιλαμβανόμενος τις κοινές απόψεις μεταξύ του Πλάτωνα και των Πυθαγορείων, τούς θεωρεί εξίσου κατώτερους απ’ το Σωκράτη γιατί σε αντίθεση με εκείνον διέκριναν τις Ιδέες ή αλλιώς τις «καθολικές έννοιες» από τα πράγματα [122]. Όπως διαπιστώνεται απ’ τον Αριστοτέλη, ο Πλάτωνας ακολουθώντας τη σκέψη του Πυθαγορισμού, θεωρεί πως οι διαδοχικές επαναλήψεις των αριθμών από το ένα μέχρι το δέκα, συνιστούν τη σειρά των ακεραίων και απ’ αυτήν την άποψη προκύπτει πως οι Ιδέες - Αριθμοί είναι οι δέκα πρώτοι φυσικοί αριθμοί [123].

Μέσα από τους πλατωνικούς διαλόγους γίνεται εύκολα αντιληπτή η σημασία που είχαν τα μαθηματικά για τον Πλάτωνα όπως για παράδειγμα στο Θεαίτητο, όπου με τη βοήθεια τους διευκολύνεται η αναζήτηση στον ορισμό της γνώσης ή στο Φίληβο στον οποίο μέσα από την διαλεκτική της πολλαπλότητας και του ενός καθίσταται η γνώση εφικτή. Στο Φίληβο συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι για να φτάσει κανείς σε μια Ιδέα μπορεί να ξεκινήσει από τη γενικότερη Ιδέα και να αναζητήσει επιμέρους Ιδέες σ’ αυτή ή αλλιώς μπορεί τα πολλά και διάφορα είδη να τα αναγάγει σε μια μονάδα ως προσδιορισμούς μιας γενικότερης Ιδέας [124].

Ο ρασιοναλισμός ήταν κοινός σε όλους τους φιλοσόφους πριν τον Πλάτωνα, η πεποίθηση όμως ότι η γνώση έγκειται στη μαθηματική σκέψη αποτελεί καινοτομία των Πυθαγορείων και είναι πια γεγονός ότι δεν άφησαν τον Πλάτωνα ανεπηρέαστο [125].

Γ.2.   Η ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του για τις ιδέες, για τις οποίες έγινε λόγος στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Πλάτων επιδίωξε να ερμηνεύσει το φαινόμενο της γνώσης. Έτσι λοιπόν, όπως ορίζεται στο Μένωνα, γνώση είναι ανάμνηση [126]. Ερμηνεύει δηλαδή τη μάθηση ή αλλιώς την απόκτηση της γνώσης ως μια κατάσταση που συντελείται μέσω της ανάμνησης. Ανάμνηση χωρίς προΰπαρξη της ψυχής όμως δεν έχει νόημα. Για παράδειγμα, η ψυχή για να θυμάται τη λύση ενός γεωμετρικού προβλήματος σημαίνει ότι την ήξερε και την ήξερε γιατί τη γνώρισε πριν ενωθεί με το σώμα, στον κόσμο των Ιδεών. Όπως πληροφορούμαστε όμως στο Κρατύλο και στο Μένωνα, το σώμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο «τάφος» της ψυχής και γι’ αυτό δεν μπορεί να θυμηθεί όσα γνώρισε. Άρα προκύπτει το συμπέρασμα πως ο Πλάτωνας ήταν δυϊστής. Από τη μία υπάρχει το σώμα το οποίο είναι φθαρτό και από την άλλη η ψυχή η οποία είναι άυλη και άφθαρτη.

Ο ιδεαλισμός όμως και δυϊσμός του Πλάτωνα έχουν τις ρίζες τους στους Ορφικούς και στη διδασκαλία του Πυθαγόρα. Βασικό δόγμα της διδασκαλίας των Πυθαγορείων, όπως είδαμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, ήταν η θεωρία της μετεμψύχωσης, η οποία πηγάζει απ’ την πεποίθησή τους ότι ο άνθρωπος συνιστά μία σύνθετη οντότητα αποτελούμενη από σώμα και ψυχή, ζεύγος το οποίο εκφράζει την αντίθεση. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι την περιγραφή της αθανασίας της ψυχής καθώς και της μεταθανάτιας ζωής όπου υπάρχει έντονο το στοιχείο της φαντασίας, την εμπνεύστηκε ο Πλάτωνας απ’ τα διονυσιακά μυστήρια [127].

Στον Τίμαιο συγκεκριμένα εκφράζεται πολύ έντονα αυτός ο δυϊσμός όταν για παράδειγμα ο αθάνατος Δημιουργός ανέθεσε σε θνητούς θεούς το θνητό μέρος της ψυχής ενώ ο ίδιος ανέλαβε τη δημιουργία του αθάνατου και θείου μέρους της [128]. Ακόμη στο Τίμαιο είναι που αναφέρεται ρητά ότι η μαθηματική δομή της κοσμικής ψυχής και του σώματος αντιστοιχεί σε ένα μίγμα αριθμών, γεωμετρίας και μουσικής αρμονίας[129], οι οποίοι αποτελούν τους κυριότερους τομείς δράσης των Πυθαγορείων.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να σχολιαστεί το 7ο βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη ο οποίος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη Γεωμετρία. Οι ορισμοί των αριθμών θεωρούνται γενικά πυθαγόρειοι και αυτοί οι πυθαγόρειοι ορισμοί παρουσιάζουν εκπληκτικές ομοιότητες με τις πλατωνικές απόψεις [130].

Πάντως το πρώτο έργο στο οποίο εμπεριέχονται βασικές Πυθαγόρειες αντιλήψεις είναι ο Γοργίας, όπου στο μύθο συγκεκριμένα υπονοείται η μετενσάρκωση [131]. Επειδή ο Πυθαγόρειος Φιλόλαος υποστήριζε ότι οι ανήθικες πράξεις συνεπάγονται αμαρτίες, είναι πολύ πιθανό αυτός να είναι ο αναφερόμενος στον Γοργία σαν δημιουργός της παρομοίωσης του σώματος με τάφο της ψυχής [132].

Στο Φαίδρο η ψυχή είναι αθάνατη (Φαίδρος, 245c5) και αποδίδεται σ’ αυτήν η ιδιότητα της αυτοκίνησης (245d- 246a) με την οποία προσδιορίζεται ο μεταφυσικός της χαρακτήρας [133]. Επίσης υπάρχει σαφή αναφορά στη μετενσάρκωση [134] στην οποία απ’ ότι φαίνεται πιστεύει ο Πλάτωνας και σύμφωνα με το πλατωνικό Σωκράτη η ψυχή δεν καταλήγει μόνο σε ανθρώπινα σώματα αλλά και σε ζώα ανάλογα με τον τρόπο ζωής τους. Αν κριθεί η ψυχή τους άδικη τότε τιμωρούνται, διαφορετικά οδηγούνται σε ένα μέρος το οποίο είναι ανάλογο με τη ζωή που έζησαν [135]. Και σ’ αυτό το σημείο η σύνδεση με τους Πυθαγορείους είναι προφανής, αφού αυτοί πίστευαν ότι, αν τηρούσαν συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς και ζούσαν ενάρετα, η ψυχή τους θα κατέληγε σε ένα ονειρικό μέρος, στα «νησιά των μακάρων» [136] αλλιώς θα πρέπει να τιμωρηθεί [137].

Ο Αριστοτέλης παραδέχτηκε πως ένας πλατωνικός διάλογος λειτούργησε ως πρότυπο για το δικό του φιλοσοφικό δοκίμιο και αυτός είναι ο Φαίδων ή αλλιώς «Περί Ψυχής» [138].

Θέμα του πλατωνικού διαλόγου είναι ο θάνατος ως «χωρισμός της ψυχής απ’ το σώμα» (67d). Όπως και σε προηγούμενους διαλόγους έτσι και σ’ αυτόν προκύπτει ότι οι απόψεις των Πυθαγορείων έχουν επίδραση στις αντιλήψεις του Πλάτωνα όσον αφορά τη ψυχή, ίσως λίγο περισσότερο απ’ τους άλλους. Στον ορισμό [139] του θανάτου είναι έκδηλη η αντίληψη του δυϊσμού [140]. Αξίζει ακόμη να τονιστεί η έμφαση που δίνει ο Σωκράτης στην «κάθαρση» του νου απ’ το σώμα [141]. Η ιδέα όμως της κάθαρσης προέρχεται απ’ τους Πυθαγόρειους. Βασικό στοιχείο της ηθικής φιλοσοφίας της σχολής του Πυθαγορισμού ήταν η κάθαρση η οποία όσον αφορά το σώμα επιτυγχάνεται μέσω της ιατρικής ενώ ως προς τη ψυχή συντελούνταν μέσω της μουσικής. Ακόμη, ο όρος κάθαρση αναφέρεται στον εξαγνισμό της ψυχής από τη μόλυνση του σώματος [142].

Επιπλέον, εύστοχη είναι η επιλογή του Πλάτωνα να θέτει ως κύρια πρόσωπα του διαλόγου, δύο Πυθαγόρειους, τους Σιμμία και Κέβη [143] . Ο Σιμμίας είχε δάσκαλο το Φιλόλαο [144]. Έτσι, τους παρουσιάζει κατά κάποιο τρόπο ως το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο Πυθαγορισμό και τον Σωκράτη [145]. Ακόμη, τί πιο φυσικό από το να βάζει τον Σωκράτη να ανταλλάσσει απόψεις με δύο Πυθαγόρειους για την αθανασία της ψυχής, η οποία αποτελεί βασική τους θέση.

Πάντως ο Σωκράτης είναι εκείνος που προσπαθεί να πείσει τους συνομιλητές του ότι η ψυχή συνεχίζει να υπάρχει και μετά το θάνατο του ανθρώπου.

Ειδικότερα το πρώτο επιχείρημα [146], το οποίο στηρίζεται στην αντίθεση ενάντιων πραγμάτων η καταστάσεων έχει τις ρίζες του στους Πυθαγόρειους. Οι Πυθαγόρειοι, όπως ανέφερα προηγουμένως, είχαν δημιουργήσει μία λίστα αντιθέτων βάση της οποίας είναι δομημένος ο κόσμος. Ωστόσο, και για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα εκφράζεται μέσα από την αντίθεση και την αμοιβαία σύγκρουση των πραγμάτων [147].

Το δεύτερο επιχείρημα [148] περιλαμβάνει τη θεωρία της ανάμνησης η οποία παρουσιάζεται στον πλατωνικό διάλογο «Μένων» για τον οποίο έκανα λόγο πρωτύτερα και αναφέρεται σύντομα και στον «Φαίδρο» [149].

Πολύ σημαντική απόδειξη για την αθανασία της ψυχής είναι το επιχείρημα της συγγένειας της ψυχής με τα όντως όντα [150]. Στηρίζεται στη θεωρία των Ιδεών οπότε εύκολα γίνεται αντιληπτή η έννοια του δυισμού η οποία κυριαρχεί σ’ αυτό το επιχείρημα.

Έπειτα, ο Σωκράτης περιγράφει πού πηγαίνουν οι ψυχές στη μεταθανάτια περίοδο [151]. Οι ψυχές λοιπόν, αναφέρει, ανάλογα με τις πράξεις τους ως άνθρωποι, μπαίνουν σε σώματα ζώων. Η άποψη βέβαια αυτή, της μετεμψύχωσης σε ζώα, πηγάζει απ’ τους Πυθαγόρειους [152]. Όσον αφορά στη «θεωρία της αρμονίας» (85c-86d) που αναπτύσσει ο Σιμμίας, για τη ψυχή αποτελεί εξέλιξη της θεωρίας του Πυθαγόρειου Αλκμέωνα [153]. Δεν αποκλείεται βέβαια ο Πλάτωνας να είχε στο μυαλό του την αρμονία των σφαιρών η οποία, όπως είδαμε ήδη, αποδίδεται στους Πυθαγόρειους [154].

Ο πλατωνικός Φαίδων κλείνει με ένα μεγάλο γεωγραφικό μύθο (107d-115a) και η περιγραφή της γης ως τεράστιας σφαίρας παραπέμπει στη σφαιρική γη των Πυθαγορείων. Επίσης, και το σκηνικό το οποίο περιγράφεται δεν αποκλείεται να έχει Πυθαγόρεια προέλευση ενώ η υπόγεια γεωγραφία πιθανώς να προέρχεται απ’ τον Εμπεδοκλή.

Ο μύθος δείχνει τη διαδρομή που θα ακολουθήσουν οι ψυχές προκειμένου να φτάσουν στον προορισμό τους ο οποίος προορισμός δεν είναι κοινός για όλες [155]. Επιπλέον, και ο μύθος του Ηρός στο τέλος της Πολιτείας, περιγράφει την ιστορία της ψυχής περιλαμβάνοντας και τη σειρά των μετενσαρκώσεών της [156].

Ο Πλάτων προβαίνει σε τριμερή διαίρεση της ψυχής. Το πρώτο επίπεδο είναι το λογικό, το δεύτερο το θυμοειδές και το τρίτο το επιθυμητικό. Στο πρώτο κυριαρχεί η λογική και η αρετή. Το πρώτο επίπεδο αντιστοιχεί στη λογική. Το δεύτερο και το τρίτο παραπέμπουν στο μη λογικό μέρος με τη διαφορά ότι το θυμικό μέρος είναι ανώτερο ποιοτικά από το δεύτερο αφού εκφράζει το συναίσθημα ενώ το επιθυμητικό την επιθυμία, η οποία είναι συνυφασμένη με την απληστία [157].

Στο Φαίδρο (246a7-246b5) η ψυχή παρομοιάζεται με τη δύναμη ενός ζεύγους αλόγων με φτερά και του ηνιόχου τους. Το ένα άλογο είναι όμορφο και καλό ενώ το άλλο άλογο είναι κακό και άσχημο. Η παρομοίωση αυτή συμβολίζει τα τρία μέρη της ψυχής. Έτσι προκύπτει ότι το όμορφο και αγαθό άλογο συμβολίζει το θυμικό μέρος της ψυχής, το επιθυμητικό μέρος παρομοιάζεται με το κακό και άσχημο άλογο ενώ ο ηνίοχος αποτελεί το νοητικό τμήμα της [158]. Τα δύο άλογα παραπέμπουν στο ασυνείδητο μέρος της ψυχής, το οποίο εξηγείται και ετυμολογικά με την έννοια του ότι «άλογο» σημαίνει αυτό που δε νοείται αλλά και συμβολικά με την έννοια του ότι τα ζώα στερούνται νοημοσύνης. Το συνειδητό, απ’ την άλλη μεριά, εκφράζει ο ηνίοχος.

Όσον αφορά στην επίδραση των Πυθαγορείων στην τριμερή διαίρεση της ψυχής, αυτή φαίνεται να μην υπάρχει, αλλά ορισμένες νεότερες μαρτυρίες αναφέρουν πως η διαίρεση της ψυχής δεν ήταν παρά επινόηση της Πυθαγόρειας σχολής και ο Πλάτωνας την υιοθέτησε. Ο Ποσειδώνιος συγκεκριμένα, του οποίου η μαρτυρία είναι η παλαιότερη, υποστηρίζει πως ο ίδιος ο Πυθαγόρας διέκρινε τη ψυχή του ανθρώπου σε τρία τμήματα και ο Πλάτωνας το μόνο που έκανε ήταν αφού τη μελέτησε, να τη συμπληρώσει. Την πατρότητα της διαίρεσης της ψυχής την αποδίδουν και οι δοξογράφοι στον Πυθαγόρα, αλλά ίσως να μη στηρίζονται στο Θεόφραστο.

Υπάρχει όμως και άλλη άποψη. Ένα απόσπασμα του Ιάμβλιχου μάς πληροφορεί ότι η θεωρία αυτή ανήκει στον Πλάτωνα, τον Αρχύτα και άλλους Πυθαγόρειους οπότε μάλλον ο Πλάτωνας επηρέασε τους Πυθαγόρειους της εποχής του, από την άποψη αυτή τουλάχιστον [159].

Οι περισσότεροι των μελετητών θεωρούν πως ο Πλάτωνας και όχι ο Αριστοτέλης, έπρεπε να ονομαστεί πατέρας της ψυχολογίας γιατί πρώτος αυτός, απ’ ότι φαίνεται, έθεσε τις βάσεις της ψυχολογίας. Την τριμερή διαίρεση της ψυχής αιώνες μετά, μόλις τον 19ο αιώνα εξέλιξε ο Sigmund Freud [160] συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της σύγχρονης ψυχανάλυσης και ψυχιατρικής.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη αλλά και μεταγενέστερους συγγραφείς, ο Πλάτωνας έχει δεχθεί ισχυρή επίδραση από τους Πυθαγόρειους [161].

Ο Πλάτωνας μέσα από τα ταξίδια που έκανε στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία, ήρθε σε επαφή με τον Πυθαγορισμό και τον Αρχύτα. Ο Αρχύτας σημαντικός πολιτικός και σοφός, γνωστός για τις ικανότητές του στα μαθηματικά, έδωσε στον Πυθαγορισμό μια αποφασιστική κατεύθυνση προς την εφαρμοσμένη επιστήμη. Εκεί οφείλεται και το ενδιαφέρον του Πλάτωνα για τα μαθηματικά.

Ο Πλάτωνας ανέπτυξε συστηματικά τις διδασκαλίες του Πυθαγορισμού, ευνοώντας όπως και ο Πυθαγόρας τα μαθηματικά τα οποία και διέκρινε από τους αριθμούς ή τις ιδέες. Σύμφωνα με την ερμηνεία του Αριστοτέλη, διαφέρουν από τις ιδέες επειδή είναι πολλά ενώ η Ιδέα είναι μία· διαφέρουν όμως και από τα αισθητά, τα οποία δεν διαρκούν για πάντα, σε αντίθεση με τα μαθηματικά τα οποία δεν υπόκεινται σε χρονικούς περιορισμούς. Οι ιδέες τοποθετούνται σε ανώτερο οντολογικά επίπεδα από τα αισθητά ενώ οι μαθηματικές οντότητες βρίσκονται σε ένα ενδιάμεσο οντολογικό επίπεδο λόγω των διαφορετικών ιδιοτήτων τους, σημείο στο οποίο διαφοροποιούνται οι Πυθαγόρειοι αφού δεν θεωρούσαν τα μαθηματικά ενδιάμεσες οντότητες. Γι’ αυτούς τα ίδια τα πράγματα είναι αριθμοί ενώ ο Πλάτωνας διαχωρίζει το Ένα από τα αισθητά. Τελικά οι ιδέες ταυτίζονται με τους αριθμούς των Πυθαγορείων, εκφράζοντας τη σχέση της ενότητας και της πολλαπλότητας από την οποία παράγονται, δημιουργώντας έτσι μια φυσική αναλογία.

Όπως δηλαδή παράγονται οι φυσικοί αριθμοί από το ένα και το δύο, έτσι και η πραγματικότητα τόσο στην ιδεατή όσο και στην αισθητή της διάσταση ανάγεται στο Ένα και την Αόριστη Δυάδα.

Η συμβολή των Πυθαγορείων στη Φιλοσοφία είναι ανεκτίμητης αξίας θεωρώντας ότι με την προσάρτηση και την προσαρμογή των αριθμών στο «Άπειρο», δημιουργήθηκε ο φυσικός κόσμος. Ο Πλάτωνας όμως ήταν εκείνος που εξέλιξε τη θεωρία τους βάζοντας στη θέση του Απείρου τη Δυάδα, δηλαδή το Μικρό και το Μέγα.

Όσο για τη μεταφυσική του Πλάτωνα, έχει γίνει αισθητή η επίδρασή της από τις Πυθαγόρειες ιδέες. Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η άποψη, ότι ο Πλάτων στα ώριμα χρόνια της φιλοσοφίας του, υιοθέτησε πλήθος πυθαγόρειων θέσεων όπως επαληθεύεται και μέσω της ανάγνωσης των διαλόγων. Για παράδειγμα, ο Φαίδων, αναπαράγει γνήσιες πυθαγόρειες αντιλήψεις εμποτισμένες με ηθικοθρησκευτικές επιταγές.

Τέλος, δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης επιλέγει να παρουσιάσει την πλατωνική σκέψη στο έκτο κεφάλαιο του βιβλίου Α΄, στα Μετά τα Φυσικά, ως συνέχεια της φιλοσοφίας των Πυθαγορείων παραβιάζοντας τη χρονολογική σειρά.

Με βάση λοιπόν τα δεδομένα της εργασίας προκύπτει ότι ο Πλάτων επηρεάστηκε από την ορφική και Πυθαγόρεια διδασκαλία, την επεξεργάστηκε φιλοσοφικά και προσαρμόζοντάς την στις δικές του αντιλήψεις και απαιτήσεις, διαμόρφωσε το φιλολογικό του σύστημα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

α)    Αρχαίες Πηγές

Ø   Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, Βιβλίο Α’, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια, Β. Κάλφας, Πόλις, Αθήνα 2009 - Περί Ουρανού, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια, φιλολογικής ομάδας Κάκτου, τ.31, Κάκτος, Αθήνα 1994. Φυσικά, βιβλία Α΄ Β΄, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια, Νικολούδης Η.Π. Κάκτος, Αθήνα 1997. Φυσικά, βιβλία Γ΄ Δ΄, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια, Μπετσάκος Β., Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007.

Ø   Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους – Κρίτων, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια, Θ. Σαμαράς, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2008. Γοργίας, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια, Η. Βαβούρας, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2008. Κρατύλος, επιμέλεια – μετάφραση, Γ. Κεντρωτής, Πόλις, Αθήνα 2001. Μένων, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια, Β. Τατάκης, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2008. Πολιτεία, εισαγωγικό σημείωμα – μετάφραση – ερμηνευτικά σημειώματα, Ν. Μ. Σκουτεροπούλου, Πόλις, Αθήνα 2002. Συμπόσιο, κείμενο – μετάφραση – σχόλια Ι. Συκουτρής, Εστία, Αθήνα 2003. Τίμαιος, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια, Β. Κάλφας, Πόλις, Αθήνα 1995. Φαίδων, μετάφραση – σχόλια D. Gallop, Oxford 1975. Φαίδρος, μελέτη – μετάφραση – σχόλια Π. Δόϊκος, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2001. Φίληβος, μετάφραση Μ. Ανδρόνικος – Κ. Αραπόπουλος, - Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα χ.χ.

 

β)     Άλλες Μελέτες

Ø   Αναπολιτάνος Δ.Α., Εισαγωγή στη Φιλοσοφία των Μαθηματικών, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1985.

Ø   Βέϊκος Θ., Οι Προσωκρατικοί, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.

Ø   Brisson L., Ο Πλάτων, οι λέξεις και τα Γράμματα, Αθήνα 2003.

Ø   Burkert W., Lore and Science in Ancient Pythagoreanism, translated by Edwin L. Minar, Jr., Cambridge, Massachussets 1972.

Ø   Field G.C., Ο Πλάτων και η εποχή του, μετάφραση: Α. Η. Σακελλαρίου, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1972.

Ø   Gorman P., Pythagoras - A life, London-Henley-Boston 1979.

Ø   Guthrie, W.K.C., Οι Έλληνες φιλόσοφοι, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1993.

Ø   Guthrie, W.K.C., History of Greek Philosophy, vol I, The earlier presocratics and the Pythagoreans, Cambridge at the University Press, 1962.

Ø   Guthrie, W.K.C., Orpheus and Greek Religion, W.W. Norton & Company. INC, New York 1966

Ø   Guthrie, W.K.C., Ο Σωκράτης, μετάφραση Τάσος Νικολαΐδης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005.

Ø   Jung C.G., The archetypes and the collective unconscious, vol. 9, part 1 (second edition) translated by R.F.C. Hull, Princeton University Press, New York 1959.

Ø   Καϊμάκης Π., Φιλοσοφία και Μουσική: η μουσική στους

Ø   Πυθαγόρειους, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Πλωτίνο, Αθήνα 2005.

Ø   Kahn C.H., Pythagoras and the Pythagoreans, Hackett Publishing Company, Inc., Indianapolis / Cambridge 2001.

Ø   Κάλφας Β. – Ζωγραφίδης Γ., Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2006.

Ø   Kirk, G.S. – Raven, J.E.- Schofield, M., Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001.

Ø   Lippman E.A., Musical Though in Ancient Greece, New York – London 1964.

Ø   Long A.A., Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, Συναγωγή Συστατικών Μελετημάτων, «Carl Hauffman, Η Πυθαγόρεια παράδοση» μετάφραση Θεοδόσης Νικολαΐδης – Τάσης Τυφλόπουλος, Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 2005.

Ø   Melling D., Understanding Plato, Oxford University Press, Oxford. New York 1987.

Ø   Morrison, J.S., Πυθαγόρας ο Σάμιος, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια Βούλα Λαμπροπούλου, Oxford 1956.

Ø   Παπανούτσος Ε.Π., Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, Δωδώνη, Αθήνα 1971.

Ø   Ross W.D., Αριστοτέλης, μετάφραση Μαριλίζα Μαριλίζα Μήτσου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001.

Ø   Simon E., Οι Θεοί των Αρχαίων Ελλήνων, μετάφραση Σεμέλη Πινγιάτογλου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996.

Ø   Taylor A. Ε., Πλάτων, Ο άνθρωπος και το έργο του, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003.

Ø   Taylor N., Η απολογία των Πυθαγορείων, Αθήνα 2000.

Ø   Veggeti M., Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μετάφραση Δημητρακόπουλος Γιάννης, Τραύλος, Αθήνα 2003.

Ø   Windelband W. – Heimsoeth H., Εγχειρίδιο Ιστορίας της

Ø   Φιλοσοφίας, Α΄ τόμος, μετάφραση Σκουτερόπουλος Ν.Μ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001.

Ø   Fubini E., L’ estetica musicale dall’ antichitά al setteceuto, Torino 1976.

 

7 Μαρ. 2019

Κων-νος Παπανικολάου



[1]        Vegetti M., Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, Αθήνα 2000, σελ.79.

[2]        Κάλφας Β. – Γ. Ζωγραφίδης, Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι, Θεσ/νίκη 2006, σελ.52.

[3]         Kahn C.H., Pythagoras and the Pythagorians, A Brief History, Indianapolis 2001, σελ.9, (μτφρ. δική μου).

[4]         G.S. Kirk – J. E. Raven – M. Schofied, Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, Αθήνα 2001 σελ.237.

[5]         Kahn C.H., ό.π., σελ.9.

[6]         W.K.C. Guthrie, A History of Greek Philosophy, vol I, London – New York 1962 σελ.189, (μτφρ. δική μου).

[7]         Κάλφας Β. – Γ. Ζωγραφίδης, ό. π., σελ.52-53.

[8]         A.A.Long, Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, «C.A.Huffman, Η Πυθαγόρεια παράδοση», Αθήνα 2005, σελ.130.

[9]              Kahn C.H., ό.π. , σελ.15.

[10]            Βέικος Θ., Οι Προσωκρατικοί, Αθήνα 1998, σελ.141.

[11]            A.A.Long, ό.π., σελ.123.

[12]            G.S. Kirk – J.E.Raven – M. Schofied, ό.π., σελ.236.

[13]            Kahn C.H., ό.π. , σελ.11.

[14]            G.S. Kirk – J.E. Raven – M. Schofied, ό.π., σελ.224.

[15]       Guthrie W.K.C.,Οι Έλληνες Φιλόσοφοι, Αθήνα 1993, σελ.42 - 43.

[16]       Vegetti M., ό.π., σελ.82 - 83.

[17]       Κάλφας Β. – Γ. Ζωγραφίδης, ό. π., σελ.54.

[18]       Fubini E., L’ Estetica musicale dall’ antichità al setteceuto, Torino 1976. σελ.23-24.

[19]       Taylor N., Η απολογία των Πυθαγορείων, Αθήνα 2000, σελ.89-90.

[20]       Fubini E. ό. π., σελ.18.

[21]       Βέικος Θ., ό.π., σελ.155.

[22]       Lippman E.A., Musical Thought in Ancient Greece, New York – London 1964, σελ.88-89, (μτφρ. δική μου).

[23]       Καϊμάκης Π., Φιλοσοφία και Μουσική: Η μουσική στους Πυθαγόρειους, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Πλωτίνο, Αθήνα 2005, σελ.26 - 27.

[24]            Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, Βιβλίο Α’, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια, Β. Κάλφας, Πόλις, Αθήνα 2009

[25]       Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.47.

[26]       Μετά τα Φυσικά, Α΄, 986a27-986b2.

[27]       Guthrie W.K.C., A History of Greek philosophy, ό.π., σελ.179.

[28]       Morrison J.S., Πυθαγόρας ο Σάμιος, Αθήνα 1983, σελ.30-31.

[29]       G.S. Kirk – J.E. Raven – M. Schofied, ό.π., σελ.230.

[30]       Vegetti M., ό.π., σελ.79 - 80.

[31]       Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.320-327.

[32]       Kahn C.H., ό.π., σελ.95.

[33]       Μετά τα Φυσικά 985b23-26.

[34]       μτφρ. Κάλφας Β., Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, Βιβλίο Α΄, Αθήνα 2009, σελ.167.

[35]       μτφρ. Κάλφας Β., ό.π., 986a1-2.

[36]            Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.77.

[37]       Μετά τα Φυσικά, Α΄, 986a20-21.

[38]       Κάλφας Β., ό.π., σελ.268.

[39]            Περί Ουρανού, 268α10.

[40]       Βέικος Θ., ό.π., σελ.152.

[41]       Μετά τα Φυσικά, Α΄, 985b26-985b27. 41 Φυσικά, 203ab.

[42]       Κάλφας Β., Μετά τα Φυσικά, ό.π., σελ.92.

[43]       Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.247.

[44]       Το (3) δεν είναι δεν είναι παρθενικός αριθμός γιατί απ’ την ένωσή του με το (2) προκύπτει το (5).

[45]            Burkert W. Lore and Science in ancient Pythagoreanism, Massachusetts 1972, σελ.466-468. Για το συμβολισμό κάθε αριθμού βλ. επίσης Gorman P., Pythagoras A Life, London – Henley – Boston 1972, σελ.165.

[46]       Burkert W., ό.π., σελ.468.

[47]       Καϊμάκης Π., ό.π., σελ.23.

[48]       Kirk G.S.-Raven J.E.,- Schofield M., ό.π., σελ.334-335. 49 Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.23.

[49]            Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.23.

[50]       Kirk G.S.-Raven J.E.,- Schofield M., ό.π., σελ.343-345.

[51]       Kahn C.H., ό.π., σελ.32-33.

[52]       Burkert W., ό.π., σελ.469.

[53]       Burkert W., ό.π., σελ.473.

[54]       Jung C.G., The archetypes and the collective unconscious, Vol. 9, New York 1959, σελ.4-5.

[55]       Καϊμάκης Π., ό.π., σελ.37. Γενικά για την αρμονία σε σχέση με τη μουσική βλ. Lippman E.A., ό.π., σελ.19-21.

[56]       Vegetti M., ό.π., σελ.83. Αναλυτικότερα για την τετρακτύν βλ. Lippman E.A., ό.π., σελ.8-9.

[57]       Μτφρ. Κάλφας Β., ό.π., σελ.165.

[58]       Κάλφας Β. – Ζωγράφίδης Γ., ό.π., σελ.58.

[59]       Lippman E.A., ό.π., σελ.8.

[60]       Καϊμάκης Π., ό.π., σελ.26-27.

[61]            Καϊμάκης Π., ό.π., σελ.28.

[62] Καϊμάκης Π., ό.π., σελ.30.

[63] Taylor N., Η απολογία των Πυθαγορείων, Αθήνα 2000, σελ.37-38.

[64]       A.A. Long, ό.π., σελ.142-143.

[65]       Burkert W., ό.π., σελ.449, βλ. και Vegetti M., ό.π., σελ.80.

[66]       Morrison J.S., Ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, Αθήνα 1983, σελ.51.

[67]       Καϊμάκης Π., ό.π., σελ.42-43.

[68]       Αναπολιτάνος Δ.Α., Εισαγωγή στη Φιλοσοφία των Μαθηματικών, Αθήνα 1985, σελ.22-23.

[69]       Guthrie W.K.C., Orpheus and Greek Religion, New York 1966, σελ.17.

[70]       Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.27.

[71]       Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.28.

[72]       Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.33-34.

[73]       Πλάτων, Κρατύλος 400b-c.

[74]       Morrison J.S., ό.π., σελ.12-13.

[75]       Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.156.

[76]       Kirk G.S.-Raven J.E.,- Schofield M., ό.π., σελ.229.

[77]       Kahn H., ό.π., σελ.20.

[78]       Simon E., Οι Θεοί των Αρχαίων Ελλήνων, Θεσ/νίκη 1996, σελ.267-268.

[79]       Guthrie W.K.C., Ο Σωκράτης, Αθήνα 2005, σελ.19-20.

[80]       Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.58.

[81]       Κάλφας Β. Ζωγραφίδης Γ., ό.π., σελ.88.

[82]       Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.64.

[83]       Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.42-43. 84 Vegetti M., ό.π., σελ.151-152.

[84]       Taylor A.E.,Πλάτων (Ο άνθρωπος και το έργο του), Αθήνα 2003, σελ.20-21.

[85]       Κρίτων 43b.

[86]       Vegetti M., ό.π., σελ.139.

[87]       Παπανούτσου Ε.Π., Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, Αθήνα 1971, σελ.35.

[88]            Κάλφας Β.-Ζωγραφίδης Γ., ό.π., σελ.117.

[89]            Κάλφας Β.-Ζωγραφίδης Γ., ό.π., σελ.119.

[90]       Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.150.

[91]       Vegetti M., ό.π., σελ.145.

[92]       Melling D., Understanding Plato, New York 1987, σελ.36.

[93]            Συκουτρής Ι., Πλάτωνος Συμπόσιον, Αθήνα 2003, σελ.160.

[94]            Μτφρ. Συκουτρής Ι., ό.π., σελ.200.

[95]       Vegetti M., ό.π., σελ.154.

[96]       Κάλφας Β.-Ζωγραφίδης Γ., ό.π., σελ.127.

[97]       Windelband W.- Heimsoeth H., Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Αθήνα 2001, σελ.122.

[98]       Μετά τα Φυσικά, Α΄, 987a32-987b3.

[99]       Παπανούτσου Ε.Π., ό.π., σελ.100.

[100]      Melling D., ό.π., σελ.98.

[101]      Κάλφας Β.-Ζωγραφίδης Γ., ό.π., σελ.121.

[102]      Μετά τα Φυσικά, Α΄, 987b10.

[103]      Μετά τα Φυσικά, Α΄ 987b13.

[104]      Ο Αριστοτέλης σπάνια τους κατονομάζει και μιλάει γενικά γι’ αυτούς που ονομάζονται Πυθαγόρειοι («Οι καλούμενοι Πυθαγόρειοι»).

[105]      Μετά τα Φυσικά, Α΄ 987b14.

[106]      Guthrie W.K.C., Οι Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι, ό.π., σελ.91.

[107]      Burkert W., ό.π., σελ.404.

[108]      Taylor A.E., Ο Πλάτων – ο άνθρωπος και το έργο του, Αθήνα 2003, σελ.569.

[109]      Κάλφας Β., Μετά τα Φυσικά, βιβλίο Α΄, Αριστοτέλης, ό.π., σελ.280. 111 Πολιτεία 596a,507b.

[110]      Brisson L., Ο Πλάτων, οι λέξεις και οι μύθοι, Αθήνα 2003, σελ.254.

[111]      Φίληβος 11b.

[112]      Long A.A. (C.A. Huffman), ό.π., σελ.131.

[113]      Πολιτεία, 514a-517a.

[114]      Πολιτεία , 509b2-10.

[115]      Windelband W. – Heimsoeth H., ό.π., σελ.142.

[116]      Παπανούτσος Ε.Π., ό.π., σελ.122.

[117]      Windelband W. – Heimsoeth H., ό.π., σελ.142.

[118]      Μετά τα Φυσικά, A΄, 987b21-987b27.

[119]      Windelband W. – Heimsoeth H., ό.π., σελ.142.

[120]      Kahn C.H., ό.π., σελ.59.

[121]      Kirk G.S.-Raven J.E.,- Schofield M.S., σελ.295-303.

[122]      Taylor A.E., ό.π., σελ.573.

[123]      Taylor A.E., ό.π., σελ.574.

[124]      Taylor A.E., ό.π., σελ.575.

[125]      Windelband W., ό.π., σελ.74.

[126]      Μένων 82a (βλ. και Melling D., ό.π., σελ.60).

[127]      Windelband W. - Heimsoeth, ό.π., σελ.118.

[128]      Τιμαίος 42c.

[129]      Kahn C.H., ό.π., σελ.57.

[130]      Κάλφας Β., Αριστοτέλης, ό.π., σελ.116.

[131]      Kahn C.H., ό.π., σελ.50.

[132]      Field G.C., ό.π., σελ.240.

[133]      Δόικος Π., Πλάτων – Φαίδρος, μελέτη-μ.τ.φ.-σχόλια, Θεσσαλονίκη 2001, σελ.201.

[134]      Φαίδρος 248d8-d2.

[135]      Φαίδρος 249a5-d2.

[136]      Kirk G.S.- Raven J.E. – Scofield M., ό.π., σελ.242.

[137]      Παπανούτσος Ε.Π., ό.π., σελ.64.

[138]      Guthrie W.K.C., Οι Έλληνες Φιλόσοφοι, ό.π., σελ.119.

[139]      «τοῦ τό γε θάνατος ὀνομάζεται, λύσις καί χωρισμός ψυχῆς ἀπό σώματος».

[140]      Φαίδων 61d.

[141]      Φαίδων 67c-68b.

[142]      Melling David J., ό.π., σελ.67.

[143]      Και ο Εχεκράτης στον οποίο διηγείται ο Φαίδων την ιστορία είναι Πυθαγόρειος.

[144]      Φαίδων 64c4.

[145]      Kahn C.H., ό.π., σελ.49.

[146]      Φαίδων 70c-72e.

[147]      Melling David J., ό.π., σελ.70.

[148]      Φαίδων 72e-77a.

[149]      Gallop D., Plato Phaedo, oxford 1975, σελ.113.

[150]      Φαίδων 78b-80e.

[151]      Φαίδων 80e-82b.

[152]      Gallop D., ό.π., σελ.144.

[153]      Taylor A.E., ό.π., σελ.233.

[154] T   aylor A.E., ό.π., σελ.234.

[155]      Δοξασία σύμφωνη με τις αντιλήψεις των Πυθαγορείων για την τύχη των ψυχών.

[156]      Guthrie W.K.C., ό.π., σελ.144.

[157]      Windelband W. – Heimsoeth H., ό.π., σελ.144.

[158]      Δόικος Π., ό.π., σελ.37-38.

[159]      Field G.C., ό.π., σελ.245-246.

[160]      Αυστριακός νευρολόγος και ψυχίατρος ο οποίος υποστήριξε ότι η προσωπικότητα αποτελείται από τρία αλληλοεξαρτώμενα συστήματα: το προεγώ το οποίο είναι ασυνείδητο και εκφράζει την επιθυμία, το εγώ, η εκτελεστική εξουσία της προσωπικότητας η οποία εκφράζει την ενέργεια και το υπερεγώ που εκφράζει το καθήκον. Η μορφή που θα λάβει η προσωπικότητα εξαρτάται απ’ τον παράγοντα που θα επικρατήσει.

[161]      Kahn C.H., ό.π., σελ.1.