Με τον Τίμο τον Παυλίδη, ευτυχίσαμε να είμαστε μαζί μετά την αποφοίτησή μας από την Σχολή, στο Μηχανικό. Ανήσυχο πνεύμα αυτός, φορές φορές με τράβαγε και μένα μαζί. Ώριμος στην σκέψη του μα περισσότερο παιδί που ήθελε να γευτεί την ζωή. Κάναμε πολλά. Λουτράκι, Ναύπλιο και μετά Έδεσα μαζί. Όμορφος τόπος. Μας άρεσε η φύση και προσπαθούσαμε να ξεκλέψουμε κανένα Σαββατοκύριακο για θάλασσα η βουνό. Δύσκολο για εκείνη την εποχή που οι Μονάδες είχανε κόσμο περισσότερο από μια σημερινή Μεραρχία και το Σάββατο εργάσιμο… κανονικά.
Χειμώνιασε και μας ήρθε η ιδέα να πάμε για σκι. Το χιόνι απλά το αναγνωρίζαμε τότε. Πέραν τούτου ουδέν. Το Σέλι ένα από τα καλλίτερα για την εποχή του χιονοδρομικά κέντρα ήταν κοντά μας. Έτσι ο Τίμος , ο Πατσουράκος (μια τάξη μεγαλύτερος ) με την γυναίκα του και εγώ, μια Κυριακή πρωί νάμαστε στο Σέλι! Νοικιάσαμε σκι και τα απαραίτητα και κοιτάζοντας με κλεφτές ματιές τριγύρω τους άλλους να δούμε τι κάνουν , τα φορέσαμε και αρχίζουμε το … πέσε – σήκω. Το πέσιμο εύκολο, το σήκω πιο δύσκολο. Λιποθυμά η γυναίκα του Πατσουράκου, τα μαζεύουμε και φεύγουμε. Έλα όμως που μας άρεσε!. Όχι γιατί πέφταμε αλλά γιατί μας φάνηκε ωραίο και είχε και πολύ κόσμο τριγύρω (καλό εννοείται), με τα γυαλάκια τους ,με τα μπουφανάκια τους με τα χαμογελάκια τους και …όλα τα άλλα.
Κατεβαίνουμε μέσα στην εβδομάδα στην Θεσσαλονίκη, και αγοράζουμε όλο τον εξοπλισμό: Να μπουφάν ,να δέστρες, σκι, μπαστούνια (γαλλιστί μπατόν), γυαλιά, επιδέσμους (η τελευταία λέξη διαγράφεται), και την επόμενη Κυριακή νάμαστε πάλι στο Σέλι. Μαργαρίτες! Ρε καντεμιά! Την επόμενη Κυριακή πάλι επάνω. Χιόνι με το τουλούμι. Χαρά εμείς! Αλλά μόνο εμείς. Χιόνι, πολύ χιόνι. Όλα κλειστά, δεν λειτουργούσε τίποτα! Ούτε στο σαλέ (αυτά τα γαλλικά μας λείπανε μόνο), δεν μπορέσαμε να πάμε.
Οπλιστήκαμε με υπομονή και την επόμενη νάμαστε επιτέλους έτοιμοι για δράση. Φορέσαμε τα σέα μας, οπλιστήκαμε με επί πλέον θάρρος γιατί όλο και κάτι είχαμε για αρχή και ριχτήκαμε στον ...αγώνα. Διότι άλλο πως τσουλούσανε οι άλλοι και άλλο εμείς. Δεν θέλαμε να ρωτήσουμε κιόλας! Σιγά το πράμα! Ε ρε και τι το θέλαμε! Κάθε δέκα μέτρα που ανέβαινες την ανηφορίτσα σου έβγαινε η γλώσσα μισό μέτρο. Άσε που αυτά τα δέκα μέτρα τα κατέβαινες με πέντε τούμπες στο χιόνι. Αλλά ήταν μαλακό. Σιγά σιγά όμως ανεβαίναμε τριάντα μέτρα και κατεβαίναμε μόνο με τρεις - τέσσερις τούμπες, ή αγκαλιά μαζί με κάνα δυο άλλους άτυχους σκιέρ.
Πήραμε θάρρος! Πάμε σε ένα μικρό λιφτ, από αυτά που σε ανεβάζουνε καμιά εκατοστή μέτρα πάνω σε κάνα λοφάκι και μετά τσουλάς κάτω. Έχει ένα πιάτο, το αρπάζεις το καβαλάς και σε σέρνει και σε ανεβάζει επάνω. Παρακολουθώ ένα παιδάκι πριν από μένα. Εύκολο! Αρπάζω το επόμενο πιάτο, ανοίγω τα πόδια μου και… βρίσκομαι ανάσκελα. Και δεν αφήνω και το πιάτο. Το αφήνω λίγο πιο πάνω όταν η ορατότητα ήταν μηδέν από το χιόνι που μάζεψα. Ξανά. Καλλίτερα αυτή την φορά. Ανεβαίνω ιδρωμένος από το ζόρι μου. Σταματάω στο τέρμα στην κορυφή. Κανονικό σταμάτημα: πέσιμο και σύρσιμο στο χιόνι για να μην σε πετύχει ο επόμενος: ο Τίμος. Σηκωνόμαστε. κοιτάζουμε κάτω. Κάποιο λάθος είχε γίνει! Που είναι το λοφάκι που βλέπαμε από κάτω; Αυτό είχε γίνει Όλυμπος! Χάος μπροστά χάος πίσω. Γυρίζω τα πέδιλα του σκι σιγά σιγά και κάνω αναγνώριση. Εντοπίζω ένα σημείο χωρίς πολλούς σκιέρ όπου μπορώ να …πέσω άνετα. Ξεκινάω με ανοιχτά καλά τα μάτια και τον αέρα να δροσίζει το πρόσωπό μου. Όχι για πολύ. Το πέσιμο επετεύχθει επί της νοητής πορείας που θα ακολουθούσα αλλά πολύ – πολύ πιο κοντά. Στρίβω. Ξάπλα πάνω στο χιόνι εννοείται. Σηκώνομαι. Ένας λόγος γιατί έπρεπε να καθαρίσεις το χιόνι από τα γυαλιά σου αν δεν τα είχες χάσει, να βρεις που είναι τα πόδια σου και να χρησιμοποιήσεις και τα έρμα εκείνα μπατόν (που μας τα είχαν δώσει για να στρίβουμε) για να μαζέψεις και ότι άλλο είχες χάσει. Και μετά να τα βάλεις αντιστήριγμα και να προσπαθείς να σηκωθείς σαν τον πύργο τής Πίζας.
Τέλος πάντων . Περί το τέλος της μέρας είχαμε κάνει τόση πρόοδο, που αφού κοιταχτήκαμε στα μάτια (καταλαβαίνετε, με μισό χαμόγελο και με λίγο φόβο αλλά με πολύ θάρρος ), αποφασίσαμε να ανέβουμε στα πιο ψηλά και στα ..πιο επικίνδυνα! Τι το θέλαμε! Αφήστε το πώς και που ανεβήκαμε. Αφήστε πως σταματήσαμε εκεί πάνω. Ξανακοιταχτήκαμε στο φρύδι του χιονιού με το χάος από κάτω σαν τις Σουλιώτισσες. Πάει το μισό χαμόγελο και από τα μάτια είχαν φύγει όλα τα άλλα και είχε μείνει μόνο ο φόβος, άντε και μια σπίθα θάρρους. Μερικές βαθιές αναπνοές και έμεινε λιγότερος. Μας ήρθανε στο νου και εκείνα τα “ασανσέρ” με το μπαούλο στη Σχολή, και ο φόβος έπαθε πανωλεθρία! Φεύγει πρώτος ο Τίμος. Σταματάει λίγο πιο κάτω. Κανονικά, με τούμπα . Ακολουθώ. Σταματάω και εγώ κανονικά. Δεν σας λέω πως κατεβήκαμε μέχρι κάτω και σε πόση ώρα. Το δύσκολο ήταν ο στροφές αλλά εξοικειωθήκαμε γρήγορα: πέσιμο, μάζεμα του εξοπλισμού, ξεμπέρδεμα των ποδιών και των σκι, γύρισμα στην επιθυμητή κατεύθυνση, σήκωμα και πορεία προς την επόμενη στάση. Κατεβήκαμε . μας άρεσε. Μας άρεσε πολύ. Και με πολύ θάρρος και αυτοπεποίθηση ανεβήκαμε ξανά. Εμ έλα που δεν ήταν ίδια. Η κατάσταση είχε αλλάξει. Είχε πέσει ο ήλιος και το χιόνι είχε παγώσει. Σκέτη τσουλήθρα! Κατεβήκαμε όμως . Με τούμπες . Με πολλές τούμπες . Και τα τελευταία μέτρα, με τα σκι στον ώμο. Ταλαιπωρία. όμορφη ταλαιπωρία όμως που μας έκανε και μας κάνει ακόμα να τρέχουμε στα βουνά.
Αθήνα 26 Φεβ 2008
Ξεκαλάκης Εμμανουήλ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου